Το άρθρο γράφτηκε με αφορμή την συμπλήρωση 45 χρόνων από την
άνανδρη δολοφονία του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία στις 9 Οκτώβρη 1967 και δημοσιεύτηκε στο Ελληνικό Αρχείο Τσε Γκεβάρα
Του Νικόλαου Μόττα*.
Μάρτης 1952, Χιλή. Ο Ερνέστο βγαίνει απ’ το δωμάτιο της
ετοιμοθάνατης, ασθματικής γερόντισας. Στο μυαλό του, σαν πρόκα, είχε καρφωθεί
το καρτερικό βλέμμα της άρρωστης γυναίκας που, παρά τα πρόβληματα υγείας της,
μέχρι και πριν λίγους μήνες εργάζονταν ως καθαρίστρια για να τα βγάλει πέρα. Θα
γράψει αργότερα στο ημερολόγιο του: «εκεί, στις τελευταίες ώρες για τους
ανθρώπους των οποίων ο ορίζοντας δεν εκτείνεται πέρα από το αύριο, εκεί
επικεντρώνεται η τραγωδία της ζωής του προλεταριάτου όλου του κόσμου […] Ως
πότε θα συνεχιστεί αυτή η τάξη πραγμάτων που βασίζεται σε μια παράλογη
διαίρεση, στις κοινωνικές τάξεις; Είναι κάτι στο οποίο δεν μπορώ να απαντήσω
εγώ, αλλά είναι καιρός οι κυβερνώντες να αφιερώσουν λιγότερο χρόνο στην
προπαγάνδα της ποιότητας των καθεστώτων τους και περισσότερα χρήματα, πολύ
περισσότερα, για έργα κοινωνικής ωφέλειας» [1]. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που ο,
24χρονος τότε, Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα, φοιτητής της Ιατρικής Σχολής του
Πανεπιστημίου του Μπουένος Άϊρες, έρχονταν σε επαφή με την σκληρή
πραγματικότητα της εργατικής τάξης της λατινικής Αμερικής. Η απαρχή ίσως μιας
πολιτικής συνειδητοποίησης που μετέτρεψε έναν αστό φοιτητή, “ένα παιδί του
περιβάλλοντος του” σύμφωνα με τον ίδιο τον Γκεβάρα, σε ατρόμητο μαρξιστή
αντάρτη, πρωταγωνιστή της εποποιίας της κουβανικής Επανάστασης.