ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΙΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
Στη λέξη φιλανθρωπία υπάρχει μια βαθιά αντίφαση, στα όρια του οξύμωρου. Ο
άνθρωπος είναι απλώς άνθρωπος, δεν μπορεί να είναι φιλάνθρωπος. Όπως ο λύκος
δεν μπορεί να είναι φιλόλυκος, ούτε η κότα φιλόκοτα και ο σκύλος φιλόσκυλος. Ο
σκύλος, ναι, μπορεί να είναι φιλάνθρωπος, ως το κατεξοχήν κατοικίδιο που έχει
μια σχεδόν αυτοκαταστροφική προσκόλληση στο είδος μας. Η κότα δεν θα μπορούσε
να είναι ποτέ φιλάνθρωπη, αν είχε μια ελάχιστη επίγνωση του προορισμού της ως
σούπας ή κοκκινιστής. Η γάτα, αν και εξίσου προσκολλημένη στον άνθρωπο και τα
ενδιαιτήματά του, δεν είναι φιλάνθρωπη. Είναι απλώς φίλαυτη. Κι επειδή αγαπάει
τον εαυτό της περισσότερο από οτιδήποτε άλλο- αν μπορεί να αποκληθεί αγάπη το
ένστικτο αυτοσυντήρησης που έχει κάθε ον-, συμβιβάζεται με την αναγκαστική
συνύπαρξή της με τον άνθρωπο. Είναι μια κατεξοχήν φιλόγατα που συνδέεται με
μνημόνιο κατανόησης με τον άνθρωπο, αν υποθέσουμε ότι η βάση της συνύπαρξής της
μ’ αυτόν είναι να πιάνει ποντίκια ή να προσφέρει το σώμα της στην ανθρώπινη ανάγκη
για τρυφερότητα και χάδι.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι φιλάνθρωπος. Μπορεί να είναι
φιλόζωος ή ζωόφιλος – ας μην μπλέξουμε με την αυθεντική έννοια των δυο
ταυτόσημων λέξεων, ποια σημαίνει την αγάπη για τη ζωή και ποια για τα ζώα.
Φιλάνθρωπος μπορεί να είναι μόνον ο άνθρωπος που θεωρεί πως μόνος αυτός -άντε,
και μερικοί ακόμη φίλοι, συγγενείς, άτομα της τάξης του, της αισθητικής του,
της ιδεολογίας του- έχει ξεφύγει από την κατάσταση του ζώου και αντιμετωπίζει
τους άλλους του είδους του ως ζώα, που έχουν την ανάγκη της φιλανθρωπίας του (ή
της ζωοφιλίας του) και του οφείλουν ευγνωμοσύνη γι’ αυτήν.
Ακόμη κι αν αποδεχθεί κανείς τη χριστιανική αντίληψη της
φιλανθρωπίας, πρέπει να εκκινήσει από τη βάση της, που είναι η φιλαυτία. «Αγάπα
τον πλησίον σου ως σεαυτόν», λέει το ευαγγελικό πρόταγμα.
Αλλά αυτό προϋποθέτει, πρώτον, να αγαπάς τον εαυτό σου. Δεύτερον, να
αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου σε μια κατάσταση ισότητας με τον πλησίον. Τρίτον,
να νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε μια ενότητα με τον πλησίον. Δηλαδή, να
αντιλαμβάνεσαι την ανθρώπινη φύση σου, έτσι όπως την αντιλαμβανόταν
ο Hobbes στον «Λεβιάθαν» του: «Η φύση έχει κάνει σε τέτοιο βαθμό τους
ανθρώπους ίσους ως προς τις ικανότητες του σώματος και του νου, ώστε (…) η διαφορά
των ανθρώπων δεν είναι τόσο αξιοσημείωτη που να μπορεί κανείς να αξιώνει για
τον εαυτό του οποιοδήποτε ωφέλημα το οποίο κάποιος άλλος να μη μπορεί εξίσου
καλά να το αξιώσει».
Η φιλανθρωπία είναι η άλλη όψη της έκπτωσης από τη φυσική κατάσταση
ισότητας. Πριν γίνουμε «φιλάνθρωποι», έχουμε αποδεχθεί το γεγονός ότι κάποιοι
άνθρωποι είναι κατώτεροι από μας, έχουν χάσει ωφελήματα που για μας είναι
αυτονόητα ή φυσικά: το σπίτι τους, μια πατρίδα, ένα αξιοπρεπές εισόδημα, μια
δουλειά. Έχουμε, δηλαδή, αποδεχθεί μια αφύσικη κατάσταση ανισότητας. Στην οποία
μπορεί και να έχουμε συμβάλει. Με την απληστία μας, την ανοχή μας ή τη σιωπή
μας.
Σιχαίνομαι τη φιλανθρωπία. Έστω κι αν σπάνια αντιστέκομαι στον πειρασμό ν’
αγοράσω ένα πακέτο χαρτομάντιλα από τα φανάρια, να υποστώ το καθάρισμα του
παρμπρίζ του αυτοκινήτου ή να δώσω στο αποστεωμένο «τζάνκι» το ευρώ με το οποίο
υποτίθεται θα αγοράσει τυρόπιτα και δεν θα τσοντάρει για την επόμενη δόση του.
Εξαγοράζω τις τύψεις μου για το γεγονός ότι εγώ ακόμη είμαι «εντός», όταν τόσοι
άλλοι είναι «εκτός», όπως οι χριστιανοί με τον οβολό τους θαρρούν ότι
διαγράφουν μια από τις αμαρτίες τους και κερδίζουν ένα μέτρο στον μαραθώνιο
προς τον παράδεισο. Είναι μια μορφή ψυχοθεραπείας. Διόλου αθώα και ανιδιοτελής,
πρέπει να ομολογήσω.
Αλλά η οργανωμένη βιομηχανία φιλανθρωπίας, στην οποία συνωθούνται θύτες
και θύματα, μου είναι απεχθής. Είναι μια κολοσσιαία απάτη. Ανοίγεις το
ραδιόφωνο, την τηλεόραση, την εφημερίδα κι είσαι μπροστά σε μια παρέλαση δημίων
που περιθάλπουν τα θύματά τους λίγο πριν τα καρατομήσουν. Ή και έπειτα απ’
αυτό. Άλλος μαζεύει ρούχα, άλλος λεφτά, άλλος φάρμακα, άλλος τρόφιμα, αφού
πρώτα έγδυσε, ξάφρισε, αρρώστησε και άφησε νηστικό τον αποδέκτη της αλληλεγγύης
του. «Όλοι μαζί μπορούμε», «κανείς μόνος του στην κρίση». Γιατί δεν επεδείκνυαν
προληπτικά την αλληλεγγύη τους, πριν η κρίση ξεβράσει τα θύματά της στο
περιθώριο; Τι είπαν και τι έκαναν όταν περικόπτονταν οι μισθοί, όταν οι
συντάξεις έπεφταν στα όρια της πείνας, όταν θερίζονταν τα προνοιακά επιδόματα,
και μάλιστα με το ανάθεμα της επαίσχυντης εύνοιας σε «κηφήνες», όταν το ΕΣΥ και
τα Ταμεία λεηλατούνταν, όταν η τρόικα πετσόκοβε το ανάπηρο κοινωνικό κράτος κι
όταν η μνημονιακή ύφεση πλημμύριζε με λουκέτα και ανέργους τα οικονομικά
ερείπια; Σε ποιο μέτρο κοινωνικής καταστροφής λένε «όχι» ακόμη και σήμερα οι
πρωταθλητές της φιλανθρωπίας; Το αντίθετο ακριβώς συνέβη και συμβαίνει. Οι
φανατικότεροι φιλάνθρωποι είναι οι κάτοχοι του μνημονιακού πρωταθλήματος. Αυτό
θα μπορούσε λαϊκά να εκφραστεί και ως εξής: «Να σε κάψω, Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι».
Ή «πρώτα μας χέζουν και μετά μας σκουπίζουν».
Σας ακούγεται χυδαίο; Όμως, δεν είναι πιο χυδαίο να απαιτούν την αναδιανομή
της δυστυχίας των θυμάτων επειδή τους είναι αδιανόητη η αναδιανομή του πλούτου
των θυτών; Δεν είναι πιο χυδαίο να απαιτούν να οικοδομηθεί στα ερείπια του
κοινωνικού κράτους που οι ίδιοι κατεδάφισαν ένα εθελοντικό υποκατάστατό του;
Δεν είναι πιο χυδαίο οι χρυσοδάκτυλοι της διαπλοκής και του πλιάτσικου στον
κοινωνικό πλούτο να διαγκωνίζονται σε «μαραθώνιους της αλληλεγγύης»;
Η κοινωνία δεν χρειάζεται «ανιματέρ» του ανθρωπισμού, ούτε
«σελέμπριτι» του πλούτου και της «γκλαμουριάς» για να αφυπνιστούν τα
ανθρωπιστικά ανακλαστικά της. Χρειάζεται μηχανισμούς εξάλειψης της φτώχειας,
της ανισότητας και της περιθωριοποίησης. Συζητάει κανείς γι’ αυτό; Όχι. Αλλά,
όταν θεωρείται αδιανόητο να μείνει ανεξόφλητος ο ομολογιούχος -κατά κανόνα
μέλος του πλουσιότερου 1% του παγκόσμιου πληθυσμού που ευθύνεται για την
εξαθλίωση του φτωχότερου 30%- και αυτονόητο να «κουρευτεί» ο συνταξιούχος των
600 ευρώ, το αποτέλεσμα είναι θα είναι αυξάνονται επικίνδυνα οι επαίτες και
αποδέκτες της φιλανθρωπίας. Κι είναι μάλλον απίθανο να εξαγοραστούν η
επικινδυνότητα και η σιωπή τους με τα ψίχουλα της επαιτείας.
Αλλά η βιομηχανία της φιλανθρωπίας προτιμά ακριβώς αυτό: να καταστήσει
τους ανθρώπους, ακόμη και τους φτωχότερους και δυστυχέστερους, συνενόχους της
φτώχειας και της δυστυχίας τους. Να τους πείσει ότι οι αναξιοπαθούντες πλησίον
τους είναι θύματα μιας «φυσικής ανισότητας», εξίσου ακατανίκητης με τις
θεομηνίες ή τις φυσικές καταστροφές. Έτσι, δεν αγαπούν τον πλησίον τους ως
σεαυτόν. Απλώς, τον οικτίρουν και τον απομακρύνουν σε απόσταση ασφαλείας. Τον
αντιμετωπίζουν ως απειλή που πρέπει να εξευμενιστεί. Κατ’ ουσίαν τον μισούν
γιατί υπάρχει, παρ’ ότι η εξαθλίωση του άλλου είναι προϋπόθεση της δικής τους
-υπαρκτής ή φανταστικής- ευδαιμονίας, καθιστώντας τη φιλανθρωπία μια αυθεντική
μισανθρωπία.
Να μια ακραία αλλά αυθεντική εκδοχή της μισάνθρωπης φιλανθρωπίας: ο
Τζορτζ Σόρος, από τους πλουσιότερους και πιο αδίστακτους κερδοσκόπους στον
κόσμο, άμεσα υπεύθυνος εκτεταμένων ανθρωπιστικών καταστροφών που προκάλεσε το
παιχνίδι του με τα νομίσματα, τις μετοχές ή τα εμπορεύματα, είναι και
«ιδιοκτήτης» ενός από τα μεγαλύτερα δίκτυα «φιλανθρωπίας» στον κόσμο. Αν κάθε
χρόνο εκπονεί και κάποιου είδους ισολογισμό των αλληλοαναιρούμενων δράσεών του,
με τη φιλοδοξία να ισοσκελίσει τα μεγέθη της καταστροφής και της σωτηρίας,
υποθέτω ότι θα τρομάζει κι ο ίδιος με το τερατώδες έλλειμμα στο ισοζύγιο του
οίκτου του.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
ΠΗΤΣΑΜ: Λαμβάνω την τιμή να συστηθώ: Ιερεμίας Ιωνάθαν
Πήτσαμ, της Α. Ε. Πήτσαμ Κόμπανυ. Δουλειά της εταιρείας είναι να ξυπνά στους
ανθρώπους τη λύπηση για τον άνθρωπο. Και το δηλώνω ξεκάθαρα… Η επιχείρηση πάει
κατά διαόλου. Και σας το λέω εγώ, ο Ιερεμίας Πήτσαμ, που ελέγχω τα δύο τρίτα
των ζητιάνων του Λονδίνου και κάτι ξέρω από ανθρώπινο οίκτο. Τι συγκινεί λοιπόν
σήμερα τον άνθρωπο; Τίποτα. Γιατί και το πιο μαύρο χάλι, άντε και το συνηθίσει
ο άλλος, δεν του λέει τίποτε. Κανένας δεν λυπάται κανέναν. Γίναμε αναίσθητοι
και, μη σας κακοφανεί, γίναμε και γουρούνια. Βλέπεις στη γωνία έναν ωραίο γερό
άνδρα με στρατιωτικό αμπέχονο και κομμένο το δεξί του χέρι, τρομάζεις,
σαστίζεις, βγάζεις και του δίνεις τρία σελίνια. Τη δεύτερη φορά να σου πάλι ο
κουλός στη γωνία του δρόμου, βγάζεις και του ακουμπάς δύο σελίνια. Άντε και
βρεθεί ο κουλός μπροστά σου για τρίτη φορά, σου τη δίνει και τον
καρφώνεις στον μπασκίνα της γειτονιάς. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ταμπέλες
(πιάνει από το ράφι μια ταμπέλα και τη δείχνει στο κοινό). ΕΣΥ ΕΧΕΙΣ, ΕΓΩ ΔΕΝ
ΕΧΩ. Ωραία κουβέντα, ωραία ταμπέλα, τι να την κάνεις που ξέφτισε σε δύο
βδομάδες. Άλλη ταμπέλα: ΑΓΑΠΑ ΜΕ, ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΕΣΥ. Καλό, ε; Δύσκολο να το
πιάσεις, αλλά όμορφο. Δούλεψε πάνω από δύο μήνες, αλλά πάει κι αυτό, ξέφτισε…
Τελειώνουνε κι οι όμορφες κουβέντες, τι νομίζεις; Ο κόσμος άλλαξε, θέλει
καινούργια πράγματα.
Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Η όπερα της
πεντάρας»