Αποσπάσματα από τον πρόλογο της μπροσούρας
«ΕRNESTO GUEVARA ,Ο Ανταρτοπόλεμος” , Eκδόσεις ΑΠΟΨΗ / 2005.
Φωτο από http://guevaristas.net/
|
Ο σκοπός που
έχει ένας πρόλογος είναι ν αναδείξει τα βασικά ζητήματα ενός βιβλίου και να
κάνει κατανοητές κάποιες πλευρές οι οποίες, ενώ στην περίοδο και στην χώρα όπου
αυτό γράφτηκε ήταν αυτονόητες, ύστερα από κάποια χρόνια και σε άλλες χώρες δεν
ήταν το ίδιο κατανοητές. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τον συγκεκριμένο
συγγραφέα και ιδιαίτερα γι’ αυτό το βιβλίο. Αν εξαιρέσει κανείς το ιστορικό
ενδιαφέρον, ποια σημασία μπορεί να έχει σήμερα ένα εγχειρίδιο για τον
ανταρτοπόλεμο σε μια περιοχή του πλανήτη που καθιστά αδιανόητη κάθε παρόμοια
ενέργεια ;
Τον τελευταίο καιρό βλέπουμε
ότι η αστυνομία «στρατιωτικοποιείται» και ο στρατός μετασχηματίζεται
προοδευτικά σε αστυνομική δύναμη. Ο οπλισμός, και γενικότερα ο τεχνικός
εξοπλισμός, έχουν τελειοποιηθεί σε απίστευτο βαθμό. Επίσης, η οργάνωση του
στρατού έχει αλλάξει σημαντικά. Σήμερα οι στρατοί δεν στηρίζονται σε μεγάλες
δυσκίνητες μονάδες με μεγάλη αυτονομία
δράσης.
Τα επιχειρήματα αυτά και άλλα
πολλά επιστρατεύονται ενάντια σε κάθε σκέψη ένοπλης αντίστασης ενάντια στην
θεσμοθετημένη βία. Ωστόσο, αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο . Ήδη το 1895 ο
Ένγκελς ο Ένγκελς και όχι κάποιος
τυχαίος ρεφορμιστής – στον πρόλογο του για το έργο του Μαρξ «Ο εμφύλιος πόλεμος
στην Γαλλία» καταδικάζει τα οδοφράγματα ως μέθοδο πάλης. Στο συγκεκριμένο έργο
δεν καταδικάζεται η τακτική του οδοφράγματος ως μία από τις τακτικές της
ένοπλης πάλης, αλά κάθε μορφή ένοπλης αντίστασης – αυτό προκύπτει από τα
συμφραζόμενα. Το κομμουνιστικό κίνημα συγκρίνεται με το χριστιανικό που νίκησε μια πανίσχυρη και
πάνοπλη αυτοκρατορία, τη Ρωμαϊκή , με μια τακτική της μη βίας που λίγο-πολύ
θυμίζει Γκάντι ή Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ.
Δεν πέρασαν πάνω από δέκα χρόνια και η εμπειρία της Μόσχας διέψευσε τον
Ένγκελς. Εκεί το 1905 τρείς εκατοντάδες «ντροζίνικι» γελοιοποίησαν ένα ολόκληρο
σύνταγμα στρατού.
Δεν είναι, όμως, ανάγκη να ανατρέξουμε στην Ιστορία ή σε κάποιους
«κλασσικούς». Η πρόσφατη εμπειρία είναι αρκετή. Τα γεγονότα της 11ης
Σεπτεμβρίου του 2001 στην Νέα Υόρκη έχουν αποδείξει για μια ακόμα φορά ότι
καμιά δύναμη δεν είναι άτρωτη. Το γεγονός ότι αυτή η ενέργεια είχε ως στόχο άμαχο πληθυσμό και όχι κάποια στρατιωτική ή αστυνομική
εγκατάσταση, δεν αλλάζει το συμπέρασμα ότι οι σύγχρονοι στρατιωτικοί μηχανισμοί
είναι το ίδιο τρωτοί όπως στην εποχή του Τσε ή στην εποχή της κομμούνας. Οι
τυφλές ενέργειες που σήμερα έχουν μη στρατιωτικούς στόχους Και βρίσκονται στην
επικαιρότητα, είναι αποτέλεσμα απελπισίας, απόγνωσης και αδυναμίας. Δεν έχουν
να κάνουν σε τίποτα με το ιπποτικό αισιόδοξο πνεύμα του Τσε. Αυτός συμβούλευε
να απαγορεύονται τα σαμποτάζ που θα είχαν ως αποτέλεσμα ακόμη και την ανεργία,
πόσο μάλλον τον θάνατο άμαχου πληθυσμού. Ακόμα και στους αιχμαλώτους του
εχθρικού στρατού θα έδειχνε ανθρωπιά. Εξαίρεση αποτέλεσαν μόνο στελέχη που
είχαν βάψει τα χέρια τους με τι αίμα απλών ανθρώπων. Η τακτική του «no prisoners” δεν είναι τακτική
των επαναστατών, αλλά, όπως φαίνεται και από την γλώσσα, τακτική των
ιμπεριαλιστών. Είναι τακτική που εφάρμοσαν οι αποικιοκράτες ως απάντηση στις
εξεγέρσεις των αποικιοκρατούμενων λαών.
Γενικά μπορούμε να συμπεράνουμε
ότι η αποτελεσματικότητα στην σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής δεν είναι
ζήτημα τεχνικό, είναι κυρίως ηθικό. Η ανθρώπινη καρδιά και το μυαλό ήταν και θα
είναι τα πιο αποτελεσματικά όπλα. Μπορεί οι επαγγελματικοί στρατοί να διαθέτουν
τέτοια όπλα και μέσα παρακολούθησης και να τα τελειοποιούν διαρκώς. Όσο πιο πού
εξελίσσονται, τόσο πιο ευάλωτοι γίνονται. Το πεδίο μάχης έχει μετατοπιστεί
σήμερα μέσα στις πόλεις και αυτές γίνονται πραγματικά «ανοχύρωτες πόλεις».
Τα όπλα, η τεχνική και η
επιστήμη (που και αυτή είναι όπλο) έχουν δύο λαβές, μπορεί να τα κρατήσει και ο
«αστυνόμος» και ο «κλέφτης». Το να δίνει κανείς προτεραιότητα στην ηθική
και το συναίσθημα, τον φέρνει σε αντίθεση με τους ακαδημαϊκούς κύκλους , όσο
και με τους οπαδούς του επιστημονικού σοσιαλισμού, του λεγόμενου «διαλεκτικού
υλισμού». Η απάντηση που μπορεί κανείς
να δώσει είναι ότι οι κλασικοί τους στις καλύτερες στιγμές τους δεν ήταν
καθόλου «επιστήμονες» ή «υλιστές», ήταν «ουτοπιστές» και πραγματικά ιδεαλιστές.
Δεν είναι ανάγκη να ανατρέξει κανείς στα γραπτά τους, αλά στην ίδια την
πρακτική τους, όταν προσπάθησαν να πραγματοποιήσουν αυτό που για τους ρεαλιστές ήταν απραγματοποίητο.
Εννοώ τη συμμετοχή του Μαρξ στην επανάσταση του 1848-50 καθώς και την στάση του
Λένιν απέναντι στην κυβέρνηση Κερένσκι το 1917. Δεν θέλω ν μηδενίσω την
προσφορά του Μαρξισμού στο επαναστατικό κίνημα. Μπορώ όμως να απαντήσω στους
σημερινούς οπαδούς του, που έχουν κληρονομήσει μόνο τη ρεφορμιστική πλευρά
αυτού του ρεύματος, με την τελευταία θέση του Μαρξ για τον Φοιερμπάχ: “Οι
φιλόσοφοι ερμηνεύουν τον κόσμο, εμείς τον αλλάζουμε». Ο δε Λένιν το 1917
απαντάει στους «ρεαλιστές» που επέμεναν ότι η επανάσταση είχε ολοκληρωθεί με
την κυβέρνηση Κερένσκι (θέση που θεμελιωνόταν στη θεωρία): «Η θεωρία είναι γκρίζα, το δέντρο της ζωής
είναι πράσινο».
Σήμερα ο λεγόμενος
επιστημονισμός των ακαδημαϊκών και των
πολιτικών είναι μια θεωρητική και ηθική στάση, που δικαιολογεί την υποταγή στην
υπάρχουσα πραγματικότητα. Είναι μια δουλική συνείδηση που αποδέχεται τα
τετελεσμένα γεγονότα.
Το Γκουαντάναμο 9κουβανικό
έδαφος) είναι το σύμβολο της απόλυτης επικράτησης μιας «υπερδυνάμεως» που
φαντάζει ανίκητη. Είναι όμως και δεκάδες χιλιάδες σταυροί στην Αππία Οδό, που
δεν έσωσαν την κραταιά Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
από την κατάρρευση ούτε και το Γκουαντάναμο θα σώσει την σημερινή
«αυτοκρατορία».
Το πρόβλημα δεν είναι αυτό,
είναι άλλο. Ως γνωστόν, τον Ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, μετά την κατάρρευση της
Ρώμης , δεν τον διαδέχτηκε ένας καινούργιος ανώτερος αλλά ο Μεσαίωνας. Σήμερα
αντιμετωπίζεται το ίδιο δίλημμα: Στον πολιτισμό του χρηματιστηρίου θα
αντιπαρατάξουμε τον πολιτισμό του τσαντόρ ; Το δίλημμα δεν είναι αναγκαστικό
υπάρχει λύση. Αυτή περνάει μέσα από τις αξίες για τις οποίες πάλεψαν άνθρωποι
γεμάτοι πάθος για ανθρωπιά, αξιοπρέπεια και ελευθερία. Σ’ αυτήν την κατηγορία
ανήκει ο Ερνέστο Γκεβάρα, ο δικός μας Τσε.
[…]
… Στις 21 Οκτώβρη του 1959 ο στρατιωτικός διοικητής στην επαρχία
Καμαγουέι προσπάθησε να κάνει πραξικόπημα που κατεστάλη από το Καμίλο
Σιενφουέγος, ο οποίος δολοφονείται επτά ημέρες αργότερα. Τα σαμποτάζ και οι
μεμονωμένες ενέργειες συνεχίζονται. Στις 17 Απρίλη του 1961 κορυφωνονται με την
επέμβαση 1500 μισθοφορων στον Κόλπο των Χοίρων. Η δύναμη αυτή ήταν σημαντική
και απέβλεπε στο να ενωθεί με άλλες στο εσωτερικό του νησιού. Η απειλή ενάντια
στο επαναστατικό καθεστώς ήταν μεγάλη. Ο στόχος ήταν να καταλάβουν ένα μέρος
του νησιού, να στήσουν μια δήθεν κυβέρνηση και να καλέσουν τις ΗΠΑ να επέμβουν
ανοιχτά.
Για να αντιμετωπίσει αυτή την απειλή η ηγεσία της Κούβας δεν
στηρίχθηκε μόνο στον επαναστατικό στρατό αλλά σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας.
Το ένοπλο έθνος ρίχθηκε στη μάχη με την
πολεμική κραυγή «patria o muerte».* Ισως η παραπάνω φράση να χτυπάει άσχημα στα
αυτιά κάποιων που αναλώνουν τις
διεθνιστικές τους ευαισθησίες σε ατέρμονες συζητήσεις μέσα σε κλειστούς κύκλους
ή το πολύ-πολύ σε πορείες διαμαρτυρίας στην αμερικάνικη πρεσβεία. Πρέπει να
λάβει κανείς υπόψη του ότι οι λέξεις και οι φράσεις χωρίς το συγκεκριμένο
περιεχόμενο δεν λένε απολύτως τίποτα. Σε μια ταξική κοινωνία πατριωτισμός
σημαίνει υπεράσπιση των συμφερόντων της άρχουσας τάξης που τα ταυτίζει με τα
συμφέροντα του έθνους ή της πατρίδας. Στην προκριμένη περίπτωση υπεράσπιση της πατρίδας σημαίνει υπεράσπιση
αυτών που ο κουβανικός λαός κέρδισε με αιματηρούς αγώνες και τα οποία τώρα κινδύνευαν να
χαθούν. Πίσω από τις κραυγές των μισθοφόρων για ελευθερία και δημοκρατία
κρύβονταν οι λατιφουντίστας που είχαν χάσει την ιδιοκτησία τους, κρύβονταν οι
επιχειρηματίες που τους είχαν αφαιρέσει το δικαίωμα να εκμεταλλεύονται,
κρύβονταν οι Αμερικάνοι ανθύπατοι που είχαν χάσει το προνόμιο να καθορίζουν τις
τύχες του κουβανικού λαού. Με λίγα λόγια, κρύβονταν όλοι οι βρικόλακες του
παλιού καθεστώτος. Μέσα σε 72 ώρες συνέτριψαν τον μισθοφορικό στρατό. Μετά την
νίκη αυτή το καθεστώς της Κούβας σταθεροποιήθηκε σε τυχόν άμεση επέμβαση από την μεριά των ΗΠΑ, Ο Κάστρο τους
υποσχέθηκε docientos mil grincos muertos (200.000
νεκρούς Αμερικάνους).
[…]
Έχουν περάσει 36 χρόνια από τότε που ο Τσε βρήκε μαρτυρικό θάνατο μέσα
σε ένα σχολείο της Higuera και
πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Προς ποια κατεύθυνση, όμως. Η οικονομία της
ελεύθερης αγοράς που κυριάρχησε έχει βυθίσει τις χώρες της Λατινικής Αμερικής
σε πρωτοφανή κρίση. Στην Αργεντινή τις
συνέπειες δεν τις πλήρωσαν μόνο οι
εξαθλιωμένοι που στοιβάζονται στις φαβέλες των μεγαλουπόλεων, αλλά και οι
εργάτες και τα μεσοαστικά στρώματα. Στην Βραζιλία ο «πρώην» μεταλλεργάτης Λούλα αγωνίζεται να εξασφαλίσει ένα δεύτερο
γεύμα την ημέρα για τα εκατομμύρια των πεινασμένων Βραζιλιάνων. Η κατάσταση δεν
είναι καλύτερη στις υπόλοιπες χώρες.
Η πολιτική κατάσταση επίσης δεν
έχει αλλάξει και πολύ. Στην Βενεζουέλα ο αντιαμερικάνος caudillo Τσάβες μαζί με τον Λούλα
υπέγραψαν τελικά το κοινό ανακοινωθέν των αμερικανικών κρατών που τους
υπαγόρευσε ο Μπους πρόσφατα στο Μεξικό. Απουσίαζε μόνο ο Κάστρο. Η Κόυβα, παρά
τις τεράστιες δυσκολίες,παρά τις μεγάλες υποχωρήσεις, εξακολουθεί να είναι ακόμα el unico territorio libre del America.** Για πόσο θα
αντέχει ακόμη, κανείς δεν μπορεί να δώσει απάντηση. Ίσως αυτή δοθεί από μια νέα
νίκη σε κάποια λατινοαμερικάνικη χώρα. Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές
στις κύριες χώρες αυτής της υποηπείρου επικρατούν μεταρρυθμιστικές κυβερνήσεις,
ενώ το αντάρτικο βρίσκεται σε έξαρση στην Κολομβία. Το μεγάλο μαζικό κίνημα
επηρεάζεται από το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Η βασική πολιτική του
είναι ότι με μια τακτική της μη βίας «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός». Όπως
και να εννοεί κανείς αυτό τον «άλλο κόσμο», είναι πράγματι εφικτός με τη μη βία
; Αν κρίνουμε από την μέχρι τώρα εμπειρία, θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε, με
έναν όρο όμως: να αφοπλιστούν οι αστυνομίες και οι στρατοί και να εξοπλιστούν
οι εργάτες, οι αγρότες και οι άνεργοι. Όσο δεν εκπληρώνεται ο όρος αυτός, θα
επιμείνουμε μαζί με τον Τσε ότι «la lucha armada es el unico camino para la Victoria”. **
Θα συμφωνούσε επίσης κανείς ότι
η τακτική μερικών νεαρών (και όχι μόνο), που συγκροτούν μειοψηφικές ένοπλες
ομάδες, ή άλλων που επιχειρούν να μετατρέψουν
μια απλή διαδήλωση σε εξέγερση, είναι τρέλα ακόμη και προβοκάτσια
(«πρόκληση» στα ελληνικά). Ο, τι δεν συμφωνεί, όμως, με την κατεστημένη λογική
της δουλικής συνείδησης, είναι τρέλα. Είναι επίσης πρόκληση απέναντι στα εκμεταλλευτικά
καθεστώτα και τους λεγεωνάριούς τους. Βέβαια εκείνο που καθορίζει τις
επαναστατικές περιόδους είναι η χρονική σύμπτωση των μειοψηφούντων
«προβοκατόρων» με την μεγάλη πλειοψηφία. Τότε είναι εύκολο να επιλέξει κανείς.
Το δύσκολο είναι στα μεσοδιαστήματα, αλλά και τότε είναι προτιμότερος «ένας
Μπλανκί από έναν ζαχαρένιο σοσιαλιστή σαν τον Λουί Μπλάν». Η, για να έρθουμε πιο κοντά χρονικά, η σύγκριση μπορεί να γίνει ανάμεσα
στον Αλιέντε και στον Τσε…
* Πατρίδα ή Θάνατος
** To μοναδικό ελεύθερο
έδαφος της Αμερικής
*** Η ένοπλη πάλη είναι ο
μοναδικός δρόμος για την νίκη