10 Ιουλίου 2008

Οι ζαπατιστικοί συνεταιρισμοί καφέ


Το Μεξικό είναι μεταξύ των σημαντικότερων χωρών στην παραγωγή καφέ (κατέχει την 7η θέση παγκοσμίως). Οι κλιματικές και γεωμορφολογικές συνθήκες στην Τσιάπας, που ευνοούν την καλλιέργεια του φυτού, έχουν καταστήσει την πολιτεία τη μεγαλύτερη καφεπαραγωγό περιοχή της χώρας, με την τοπική παραγωγή να ξεπερνά το 25% επί του εθνικού συνόλου, ενώ από άποψη ποιότητας ο καφές της Τσιάπας θεωρείται από τους καλύτερους στον κόσμο.

Ο καφές έχει τεράστια αξία ως εμπόρευμα: με ετήσιο οικονομικό κύκλο άνω των 70 δις δολαρίων, κατέχει τη δεύτερη θέση, πίσω μόνο από το πετρέλαιο, στην παγκόσμια αγορά πρώτων υλών. Περίπου 25 εκατ. μικροπαραγωγοί παγκοσμίως ζουν από την καλλιέργειά του, ενώ αν συνυπολογιστούν οι οικογένειές τους και οι περιφερειακές θέσεις εργασίας (συγκομιδή, επεξεργασία, εμπορία), είναι εκατοντάδες εκατομμύρια οι άνθρωποι που εξαρτώνται οικονομικά από τον καρπό αυτόν.

Τα οφέλη του «καφέ χρυσού», όμως, δεν κατανέμονται καθόλου ισότιμα σε όσους εμπλέκονται στον οικονομικό του κύκλο. Από τον τεράστιο τζίρο που αποφέρει το προϊόν, μόνο ένα πολύ μικρό κομμάτι, περίπου 2%, εισπράττεται από τους παραγωγούς: σχεδόν το σύνολο πηγαίνει στους διάφορους μεσάζοντες εμπορίας και επεξεργασίας του καφέ, κυρίως στις μεγάλες πολυεθνικές που ελέγχουν την αγορά. Αν και η ανισοτιμία αυτή ίσχυε ιστορικά, τα τελευταία 25 χρόνια έχει επιδεινωθεί δραματικά.

Ακολουθώντας το νεοφιλελεύθερο ρεύμα της εποχής, το 1989 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Καφέ εγκατέλειψε τις προστατευτικές ρυθμίσεις για την τιμή του. Παράλληλα, η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ παρείχαν γενναιόδωρα δάνεια για την ανάπτυξη της καλλιέργειας καφέ σε χώρες που μέχρι τότε δεν παρήγαν (όπως το Βιετνάμ), με αποτέλεσμα την υπερπροσφορά του προϊόντος. Οι τιμές στα διεθνή χρηματιστήρια κατέρρευσαν και έκτοτε, παρά τις παροδικές αναλαμπές, κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα. Η μέση τιμή του καφέ arabica στο χρηματιστήριο πρώτων υλών της Ν. Υόρκης ήταν για την περίοδο 1976-1989 στα 3,30 δολάρια το κιλό. Για την περίοδο 1990-2005 ήταν στα 2,20 δολάρια το κιλό. Αν συνυπολογιστεί και η απώλεια της αξίας του δολαρίου λόγω του πληθωρισμού, αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι παραγωγοί είδαν την αξία του προϊόντος τους να πέφτει κάτω από το μισό.

Αυτή η λεγόμενη «κρίση του καφέ», πάντως, δεν επηρέασε τις εταιρείες εμπορίας και διακίνησης. Την ίδια περίοδο οι μεγάλες πολυεθνικές του καφέ γνώρισαν σημαντική αύξηση κερδών: η μείωση της τιμής της πρώτης ύλης δεν μεταφέρθηκε στους καταναλωτές αλλά στους μετόχους τους. Από την άλλη, οι μικροκαλλιεργητές ήρθαν αντιμέτωποι με μια πραγματική καταστροφή, ιδιαίτερα στην Κεντρική Αμερική. Καθώς το εισόδημά τους δεν επαρκούσε πια ούτε για να καλύψει το κόστος παραγωγής, εκατοντάδες χιλιάδες από αυτούς αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα χωράφια τους και να μεταναστεύσουν στα μεγάλα αστικά κέντρα ή στις ΗΠΑ. Χιλιάδες «εξαφανίστηκαν», προσπαθώντας να περάσουν τη νεκρή ζώνη των συνόρων ΗΠΑ-Μεξικού. Επιπλέον, όμως, η πτώση της τιμής επέδρασε αλυσιδωτά σε ολόκληρη την οικονομική ζωή των χωρών της περιοχής, που αντλούν μεγάλο μέρος των εσόδων τους από τις εξαγωγές του προϊόντος.

Ο ιθαγενικός πληθυσμός της Τσιάπας χτυπήθηκε ακόμη πιο άγρια από την κρίση. Αποκλεισμένοι από την υπόλοιπη οικονομική δραστηριότητα της περιοχής, η καλλιέργεια του καφέ (ή τα μεροκάματα στη συγκομιδή του σε άλλες φυτείες) ήταν στην ουσία το μόνο τους εισόδημα. Στην περιοχή αυτή, οι μεσάζοντες (τα λεγόμενα «τσακάλια») το 1993 έφτασαν να πληρώνουν μέχρι και 8 πέσος (60 λεπτά του ευρώ) για ένα κιλό καφέ, τη στιγμή που η τιμή μεταπώλησής του στην Ευρώπη ξεπερνούσε τα 10 ευρώ. Είναι πολλοί αυτοί που ισχυρίζονται ότι η οργή για την κατάρρευση της τιμής του καφέ ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για τους ιθαγενείς της Τσιάπας. Όσοι δεν παράτησαν τις φυτείες τους και τις οικογένειές τους για να μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ, άρχισαν να εισρέουν μαζικά στο ζαπατιστικό στρατό και την 1η Γενάρη του 1994 ύψωσαν τα όπλα για να ακουστεί επιτέλους ο λόγος τους και να φανεί το πρόσωπό τους.

Η οργάνωση των ζαπατιστικών συνεταιρισμών
Η πρώτη κοοπερατίβα καφέ με μέλη αποκλειστικά Ζαπατίστας ήταν η Mut Vitz («Το Βουνό των Πουλιών») στην περιοχή Σαν Χουάν δε λα Λιμπερτάδ των Λος Άλτος της Τσιάπας. Η Mut Vitz ιδρύθηκε το 1997 από 200 παραγωγούς καφέ, ενώ το 1999 έγινε η πρώτη πώληση και εξαγωγή 35 περίπου τόνων στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Ο καφές πουλήθηκε στην τιμή που καθορίζουν οι οργανισμοί του «δίκαιου εμπορίου», η οποία εκείνη την εποχή ειδικά ήταν πολύ υψηλότερη από αυτήν της αγοράς. Έτσι, τα μέλη του συνεταιρισμού πληρώθηκαν μια σχετικά αξιοπρεπή τιμή, υπερδιπλάσια αυτής που έδιναν τα «τσακάλια».

Το πείραμα της Mut Vitz αποδείχτηκε ιδιαίτερα επιτυχές. Σε τρία μόνο χρόνια πενταπλασιάστηκε η ποσότητα εξαγωγής, ενώ τα μέλη της αυξήθηκαν σημαντικά καθώς όλο και περισσότεροι παραγωγοί Ζαπατίστας εντάχθηκαν σε αυτή. Με απόφαση όμως των παραγωγών, ο συνεταιρισμός επέλεξε να μη δεχτεί νέα μέλη μέχρις ότου όλοι οι παραγωγοί του ολοκληρώσουν το μεταβατικό στάδιο των τριών χρόνων για τη βιολογική πιστοποίηση του καφέ. Έτσι, δεν άργησε να ξεπηδήσει ένας νέος συνεταιρισμός στο Παντελό των Λος Άλτος, τον οποίο ίδρυσαν όσοι Ζαπατίστας δεν έγιναν άμεσα δεκτοί από τη Mut Vitz. Ονομάζεται Yachil Xojobal Chulchan («Το νέο φως του ουρανού») και τα ιδρυτικά μέλη του το 2001 ήταν 328 παραγωγοί. Το 2002 εξήγαγε το πρώτο κοντέινερ καφέ στην αλληλέγγυα «αγορά».

Σήμερα και οι δύο συνεταιρισμοί έχουν αυξήσει κατά πολύ την ποσότητα καφέ που εξάγουν, με φανερά τα αποτελέσματα τόσο στο βιοτικό επίπεδο των μελών τους όσο και στις συνθήκες ζωής στην ευρύτερη περιοχή. Παράλληλα, έχουν αρχίσει να επενδύουν μέρος των εσόδων τους σε εγκαταστάσεις υποδομής και προγράμματα εκπαίδευσης των παραγωγών.
Ο τρίτος ζαπατιστικός συνεταιρισμός καφέ που λειτουργεί στην Τσιάπας και εξάγει καφέ μέσω του αλληλέγγυου δικτύου διάθεσης στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ είναι ο Yochin Tayel Kinal («Αρχίζοντας να δουλεύουμε τη νέα γη») που έχει την έδρα του στο Αλταμιράνο και υπάγεται στο Συμβούλιο Καλής Διακυβέρνησης της Μορέλια. Την πρώτη εξαγωγή καφέ την έκανε το 2003 και αυτή τη στιγμή συμμετέχουν σε αυτόν συνολικά περίπου 1.300 παραγωγοί, 800 από τους οποίους προέρχονται από τη ζώνη του Ρομπέρτο Μπάρριος και το επόμενο έτος αναμένεται να οργανωθούν αυτόνομα σε έναν τέταρτο νέο συνεταιρισμό.
Οι συνεταιρισμοί έχουν ως ανώτατο όργανό τους τη Γενική Συνέλευση των παραγωγών, που συγκαλείται τουλάχιστον μία φορά ετησίως και κάθε τρία χρόνια εκλέγει το νέο Διοικητικό Συμβούλιο. Συνολικά εντάσσονται σε αυτούς περίπου 2.900 παραγωγοί, ενώ η ποσότητα που προβλέπεται να εξαγάγουν το 2006 ανέρχεται σε 408 τόνους, ποσότητα που αυξάνεται χρόνο με το χρόνο καθώς οργανώνεται καλύτερα το αλληλέγγυο δίκτυο διάθεσης στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Τα έσοδα που θα έχουν από την πώληση του καφέ υπολογίζονται στο 1.115.000 ευρώ.

Στο μέχρι τώρα δρόμο τους οι συνεταιρισμοί αντιμετώπισαν δεκάδες δυσκολίες και πολλές από αυτές τις ξεπέρασαν με επιτυχία. Το πώς θα αντιμετωπίσουν τις πιθανές δυσκολίες του μέλλοντος θα το δείξει ο χρόνος. Μέχρι τότε θα «βαδίζουν ρωτώντας» ή, όπως θα έλεγε κάποιος από τους ίδιους τους ιθαγενείς, «δοκιμάζουμε και βλέπουμε».