11 Αυγούστου 2011

Caracol II: Ο χαμένος παράδεισος



Βαραδέρο, Κούβα

(Συνέχεια από το προηγούμενο Caracol )
αναδημοσίευση από   kelaidismata.wordpress.com/ 

Έχει βουλιάξει στην αγκαλιά του κρατώντας ένα ακόμα σβηστό τσιγάρο – ίσως το τελευταίο. Φορά μόνο το μπλουζάκι. Θα ήθελε πολύ να ήταν ένα μεταξωτό νεγκλιζέ. Ρεμβάζει με ευχαρίστηση σκηνοθετώντας μια διαφορετική, φανταστική ζωή. Ένα νιόπαντρο ζευγάρι στο Βαραδέρο. Εκείνη μέσα σε αέρινο λουλουδάτο φόρεμα και άνετα δερμάτινα σανδάλια. Δίπλα της, εκείνος με λευκό λινό παντελόνι και γκουαγιαμπέρα (3). Ένα αγαπημένο ζευγάρι στο μήνα του μέλιτος ή ταξίδι που ήθελαν να κάνουν εδώ και καιρό. Κάθονται στο δροσερό ίσκιο των φοινίκων και τρώνε παγωτό Coppelia (4). Κοιτάζονται με τρυφερότητα και συζητούν χαμηλόφωνα. Ίσως κάνουν σχέδια για τη ζωή τους. Εκείνος σκέφτεται να ξεκινήσει μια άλλη δουλειά, λιγότερο αγχωτική. Εκείνη πάντα ήθελε να σπουδάσει νηπιαγωγός. Θα ήθελαν να κάνουν ένα παιδί. Είναι ακόμα αρκετά νέοι. Δεν έχουν χάσει ακόμα τις ελπίδες τους και έχουν συμφωνήσει να δουν έναν σπουδαίο πανεπιστημιακό γιατρό γι’ αυτό το σκοπό. Κάποιοι τουρίστες – μοιάζουν Γερμανοί ή Ολλανδοί – τους πλησιάζουν και τους ζητάνε στα αγγλικά την άδεια να τους βγάλουν φωτογραφία. Τους φαίνονται μάλλον σαν ένα όμορφο και ευτυχισμένο ζευγάρι των τροπικών, που ταιριάζει με τη γραφικότητα και τον εξωτισμό του τοπίου.
Ανοίγοντας τα μάτια η Μάρτα αντικρίζει το γνωστό αχούρι, νιώθει την ανυπόφορη υγρή ζέστη και προσγειώνεται ανώμαλα στη σκληρή πραγματικότητα της ένοπλης αντίστασης, πολύ καλά συμβολισμένης από ένα ζευγάρι μπότες πεταμένες στο πάτωμα και ένα περίστροφο να τη σημαδεύει πάνω από μια στοίβα βιβλία. Θέλει να θυμώσει αλλά δεν έχει τη δύναμη. Τα μάτια της είναι έτοιμα να γεμίσουν δάκρυα. Για τα νιάτα που φεύγουν, για τη ζωή που δεν μπορεί να ζήσει, για τα κουρέλια που πρέπει να φοράει, για τον άντρα που δεν μπορεί να έχει και για το παιδί που δε θα κάνει ποτέ.
-  Τι έχεις; Είσαι καλά;
Αποφασίζει να ανάψει το τελευταίο τσιγάρο για να κερδίσει λίγο χρόνο.
-  … Δεν μου αρέσει που πρέπει πάλι να φύγω.
-  Μείνε λίγο ακόμα… (Μείνε για πάντα;)
Η Μάρτα δεν αντιδρά στην πρόταση. Περιορίζεται να καπνίζει ρουφώντας τον καπνό αργά και βαθιά. Δεν είναι σίγουρος αν δεν πήρε απάντηση επειδή δεν άκουσε την ερώτηση ή γιατί δεν την πρόφερε ποτέ. Αισθάνεται άσχημα κάθε φορά που φεύγει η Μάρτα, αλλά τώρα είναι χειρότερα. Καταραμένο προαίσθημα!
Μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν σίγουρος ότι είχε διαλέξει στο σωστό δρόμο. Μια ζωή δύσκολη, αλλά με νόημα και κυρίως αξιοπρέπεια. Θα μπορούσε να είχε μείνει στο βαρετό γραφείο του και να είχε φτάσει σε κάποια μεσαία θέση της στελεχικής ιεραρχίας. Θα μπορούσε ίσως ακόμα να παντρευτεί μια κοπέλα με παρόμοια θλιβερή και άσκοπη ζωή. Αποφάσισε ωστόσο να τα αφήσει αυτά πίσω γι’ αυτό το ζοφερό ερημητήριο στην ποτισμένη με ιδρώτα και αίμα γη των Μάγια, προτιμώντας τη μοναξιά και την εθελοντική δουλειά γι’ αυτά που πίστευε.
Και αν είχε κάνει λάθος; Η σιγουριά του άρχισε να κλονίζεται μόλις γνώρισε τη Μάρτα. Προφανώς δεν ήταν αυτό το πραγματικό της όνομα, όπως δεν ήταν δικό του το ψευδώνυμο που του δώσανε στην παρανομία. Παρόλο που ο χαρακτήρας της Μάρτα ήταν φτιαγμένος από το ίδιο μέταλλο, και μάλιστα πιο δυνατά σφυρηλατημένο από μια ζωή πιο δύσκολη και πολύ λιγότερη γενναιόδωρη σε σχέση με τη δική του, η αναπάντεχη εισβολή της στο καταφύγιό του τον έκανε να νοσταλγεί απλά καθημερινά πράγματα που είχε από καιρό απαρνηθεί. Ένα συμμαζεμένο άνετο χώρο, ένα χαλαρό σαββατοκύριακο, μια ταινία στο σινεμά, τη γεύση ενός καπουτσίνο, τη συντροφιά άλλων ανθρώπων. Άνθρωποι; Σαν αυτούς από τους οποίους είχε καταφέρει να ξεφύγει; Μάλλον είναι πιο βολικό να είσαι ανθρωπιστής όταν είσαι αποστασιοποιημένος από την ανθρωπότητα.
Και η γυναίκα; Ο έρωτας; Δεν είχε την τύχη – ή την ικανότητα – να γνωρίσει κάποια αξιόλογη σύντροφο όταν είχε, θεωρητικά τουλάχιστο, αρκετές επιλογές. Και την βρήκε μέσα στα βάθη της ζούγκλας, μέσα στην απόλυτη μοναξιά. Μακάρι να μπορούσε να της προσφέρει κάτι καλύτερο. Ένα σπιτικό  σε ένα μέρος ευχάριστο και ασφαλές, μια δουλειά στην οποία να μην κινδυνεύει να σκοτωθεί ανά πάσα στιγμή, όλη του την αγάπη και τρυφερότητα, ίσως και ένα παιδί. Αστικά φετίχ; Ίσως. Άραγε αισθανόταν κι εκείνη το ίδιο; Μάλλον ναι. Τουλάχιστο κατά βάθος. Το διαισθανόταν από τον τρόπο που το γυναικείο κορμί κολλούσε και τριβόταν πάνω του, από τον τρόπο που πλημμύριζε με τα μαλλιά της το πρόσωπό του, από τον τρόπο που ανάσαινε και αναστέναζε. Μπορεί και να το ήθελε περισσότερο, έχοντας ζήσει μια ζωή με πολύ περισσότερες στερήσεις και πολύ λιγότερες ευκαιρίες από τη δική του.
Το μακρινό κορνάρισμα του τζιπ διακόπτει βάρβαρα τους συλλογισμούς τους.
-  Είναι ο Μανολίτο… Πρέπει να σου φύγω…
Δεν λέει τίποτα. Τι να πει άλλωστε; Δεν μπορεί να αλλάξει αυτό που πρέπει να γίνει. Άλλες φορές της έλεγε να μείνει λίγο ακόμα, την παρακαλούσε με θεατρικό τρόπο ή ακόμα προσπαθούσε να την συγκρατήσει γαντζωμένος πάνω της. Τώρα όμως το καταραμένο προαίσθημα είναι ακατανίκητο. Δεν μπορεί να νικηθεί χωρίς συνέπειες…
Φοράει τα ρούχα της αργά και σιωπηλά και παίρνει το όπλο της. Του αρέσει να τη βλέπει να ντύνεται. Περισσότερο απ’ ότι να γδύνεται. Ίσως επειδή η συγκεκριμένη πράξη  σηματοδοτεί το τέλος κάθε παράστασης. Αυτή τη φορά όμως δεν μπορεί να απολαύσει την μίνι περφόρμανς. Μοιάζει με δυσοίωνη τελετουργία. Θα τον εγκαταλείψει οριστικά;
-  Μην σηκώνεσαι να με αποχαιρετήσεις… Δε θέλω αυτή τη φορά. Μείνε έτσι να με περιμένεις. Θα φροντίσω να σου ξανάρθω πιο σύντομα, την επόμενη φορά. (Θα υπάρξει επόμενη φορά;)
Δεν τον φιλά στο στόμα. Μόνο του σφίγγει και τα δύο χέρια και του αφήνει για ενθύμιο ένα φιλί στο μέτωπο. Όπως φιλά ο στρατιώτης τη μάνα του πριν φύγει για το μέτωπο ή η μάνα το σκοτωμένο παιδί. Βγαίνει και απομακρύνεται χωρίς να κοιτάξει πίσω.
Δεν σηκώνεται για να θαυμάσει τη σιλουέτα της για τελευταία φορά, στα κλεφτά. Την έχει αποτυπωμένη στη μνήμη του. Είναι σαν να βλέπει, σαν το κέντρο της όρασής του να είχε βγει από το κεφάλι του, το σώμα του, το καρακόλ. Σαν να είναι το μάτι του θεού Ήλιου που αυτή την ώρα καίει ζοφερά από το κέντρο του ουρανού.
Την βλέπει να βαδίζει με σταθερά αποφασιστικά βήματα  προς το τζιπ. Ο Μανόλο την βλέπει και χαμογελά. Κάτι της λέει, προφανώς περιπαιχτικά. Του απαντά με μια άσεμνη χειρονομία, προσπαθώντας να χαμογελάσει κι αυτή. Πηδάει επιδέξια στο τζιπ και κάθεται στη θέση του συνοδηγού. Ανάβει ένα τσιγάρο (δεν είχε μόλις καπνίσει το τελευταίο;) και βυθίζεται στον κόσμο της. Ο οδηγός δείχνει ανήσυχος και προσπαθεί να κάνει έναν απότομο ελιγμό. Μια έντονη λάμψη καλύπτει τα πάντα σαν γιγάντιο φλας… Τέλος σεκάνς.
Το κοσμικό μάτι την χάνει για λίγο. Την ξαναβρίσκει σε ένα εντελώς διαφορετικό σκηνικό. Θα μπορούσε να είναι παραλία της Καραϊβικής. Καταμεσήμερο και ο ήλιος αδυσώπητος. Μια κοπέλα κάθεται στη σκιά ενός δροσερού κήπου απολαμβάνοντας ένα παγωτό μαζί με έναν άνδρα που από απόσταση δείχνει να του μοιάζει. Έχει τα μαλλιά της σε ανοιχτότερο τόνο και φοράει γυαλιά ηλίου αλλά είναι σίγουρος πως είναι αυτή. Φοράει ένα αέρινο μακρύ φόρεμα και κομψά δερμάτινα σανδάλια. Λέει κάτι στον συνοδό της. Εκείνος σηκώνεται και απομακρύνεται με χαλαρές κινήσεις, με πρόθεση να επιστρέψει σύντομα.
Το βλέμμα της τον ακολουθεί και ένα μεγάλο χαμόγελο στολίζει το πρόσωπό της. Στο φόρεμά της διαγράφεται μια μικρή κοιλίτσα, σαν αρχή εγκυμοσύνης. Δείχνει ευτυχισμένη.
Το σενάριο όμως επιφυλάσσει δυσάρεστη ανατροπή. Πάλι αυτό το καταραμένο φλας. Δεν μπορεί να ακούσει τίποτα αλλά διαισθάνεται πως έχει συμβεί κάτι ανεπανόρθωτα κακό. Η εύθυμη διάθεση έχει χαθεί μονομιάς από την κοπέλα. Η προσοχή της είναι καρφωμένη σε κάποιο σταθερό σημείο στον ορίζοντα. Μετά το αρχικό σοκ, πετάγεται σαν τρελή προς τα εκεί. Ένας νέος μελαψός άνδρας με στρατιωτική στολή προσπαθεί να την εμποδίσει. Ένας μεγαλύτερος συνάδερφός του, προσπαθεί να της πει κάτι παρηγορητικό και να την αγκαλιάσει. Η γυναίκα καταρρέει στην καυτή άσφαλτο κλαίγοντας απαρηγόρητη.
… Επιστρέφει από τον αποκαλυπτικό εφιάλτη από ένα υπόκωφο θόρυβο και μια μακρινή κραυγή πόνου. Κραυγή ανδρική.
Πετάγεται μισοντυμένος και κατρακυλά σαν τρελός την πλαγιά. Δεν μπορεί να αποφύγει αυτό που είναι προετοιμασμένος να βρει. Το τζιπ αναποδογυρισμένο. Ο Μανόλο χτυπημένος άσχημα στο πόδι. Του κάνει νόημα παρ’ όλα αυτά ότι θα τα καταφέρει. Δεν βλέπει τη Μάρτα. Την εντοπίζει από την άλλη πλευρά του αυτοκινήτου. Πεσμένη μπρούμυτα και νεκρικά ακίνητη.
Η πρώτη παρόρμηση είναι να δραπετεύσει από το δράμα, να φύγει τρέχοντας όσο μπορεί πιο μακριά. Πιο δυνατός ο φόβος. Πιο αδύναμη η αγάπη. Η ιστορία της ζωής του.  Και αν ζει ακόμα; Πλησιάζει προσεκτικά, γονατίζει για να την αγκαλιάσει. Γιατί να μην μπορεί να τη φέρει πίσω στη ζωή με φιλιά; Θυμάται τον Καρπεντιέρ. Στη Λατινική Αμερική, το μαγικό το συναντάς σε κάθε βήμα (5).
Είναι πια από πάνω της και… διαπιστώνει με φρίκη πως το άψυχο σώμα της είναι κομμένο στη μέση. Διχασμένο σαν την ψυχή του. Στο χέρι της κρατά μια καρτ ποστάλ του Βαραδέρο. Ο χαμένος παράδεισος, η απλησίαστη ουτοπία.
Με πολύ κόπο κάνει μερικά πλάγια βήματα για να κάνει εμετό σε ένα θάμνο.

TEΛΟΣ … (;)

Σημειώσεις:
(1)  Guayabera. Δημοφιλές ανδρικό ρούχο στην Κούβα, σαν πουκάμισο ή ελαφρύ σακάκι.
(2)  Φημισμένα παγωτά της Κούβας.
(3)  A cada paso hallaba lo real maravilloso.(…)¿Pero qué es la historia de América toda sino una crónica de lo real-maravilloso? (Alejo Carpentier, El Reino de Este Mundo). Θεωρία του μεγάλου Κουβανού λογοτέχνη, σύμφωνα με την οποία το πραγματικό και το φανταστικό στο ιδιαίτερο ιστορικό και πολιτιστικό πλαίσιο της Λατινικής Αμερικής δεν έχουν σαφή σύνορα και συχνά το ένα μπαίνει μέσα στο άλλο. “Lo real maravilloso” ελεύθερα αποδίδεται ως «μαγικός ρεαλισμός», αν και ορισμένοι κριτικοί θεωρούν ότι διαφέρει ο «μαγικός ρεαλισμός» του Καρπεντιέρ από την αντίστοιχη έννοια στη λογοτεχνία του Μάρκες και άλλων συγγραφέων.