Εδω
και πολύ καιρό η κοινωνία ζει έναν πρωτόγνωρο κύκλο βίας, που δεν είναι τίποτα
περισσότερο από την ουσία του πολιτικού - οικονομικού μας συστήματος χωρίς τα
συνηθισμένα του κοινοβουλευτικά
φτιασίδια, που τέτοιες εποχές είναι άχρηστες πολυτέλειες για τους διαχειριστές
του.
Δεν
πρόκειται μόνο για την αυτονόητη βία της
ανεργίας, της εξαθλίωσης των λαϊκών στρωμάτων, της απροκάλυπτα βίαιης
εκμετάλλευσής τους σε βαθμό εξόντωσης. Αυτά οι ενδιαφερόμενοι τα εισέπρατταν
και πριν, αλλά λίγο πολύ μπορούσαν να επιβιώνουν. Δεν πρόκειται ούτε μόνο για τον αυταρχισμό
και την αστυνομοκρατία που έχει ξεπεράσει προ πολλού τα επίπεδα της επταετίας
και συναγωνίζεται τα πρώτα μεταεμφυλιακά
χρόνια.
Δεν πρόκειται ούτε μόνο για την έξαρση της φασιστικής βίας, τις
γκανκστερικές επιθέσεις της Χρυσής Αυγής. Όλα αυτά, σε ηπιότερες μορφές υπήρχαν
και πριν, απλά ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας θεωρούσε – και πιθανά είχε
δίκαιο – ότι δεν το αφορούσε.
Όμως
η κρίση είναι τόσο βαθιά και πολύπλευρη, που οι έτσι κι αλλιώς μόνιμα εξαρτημένοι από τα ξένα αφεντικά εγχώριοι
διαχειριστές, υιοθετούν μια μαφιόζικου
τύπου βία προς την μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας. Έτσι στο κλαμπ των
θιγόμενων και αγανακτισμένων, μπαίνουν προνομιούχα μέχρι τώρα στρώματα.
Ομολογιούχοι, μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, εισοδηματίες, μικρομεσαίοι κλέφτες
και κρατικοδίαιτοι κλπ.
Παράδειγμα του
μαφιόζικου στυλ της οικονομικής πολιτικής του κράτους είναι ότι πρώτα
πλήρωσαν, όσοι πλήρωσαν τα τέλη κυκλοφορίας, ενώ το υπουργείο οικονομικών
μετρούσε καθημερινά τις πινακίδες αυτοκινήτων που μάζευαν οι εφορίες, και μετά
έβαλαν τον φόρο πολυτελείας (σημ. πολυτέλεια = πολλά τέλη/φόροι) στα μεγάλου
κυβισμού αυτοκίνητα.
Παρ
όλα αυτά, κατά γενική ομολογία υπάρχει μια μεγάλη ησυχία. Δεν γίνονται ούτε οι
παραδοσιακές κινητοποιήσεις, δεν αντιδρούν ούτε οι άμεσα θιγόμενοι. Υπάρχει
βέβαια μπόλικη «φραστική βία» στα κοινοβουλευτικά έδρανα και στους τηλεοπτικούς
αναμεταδότες τους. Υπάρχουν παραδοσιακά και οι γνωστοί καραγκιοζάκοι , που ανησυχούν για την
«απαξίωση των πολιτικών θεσμών» και σκίζουν τα ρούχα τους.
Και ξαφνικά μέσα σε όλο αυτό τον φραστικό κουρνιαχτό,
εξαγγέλθηκε η τηλεοπτική υπερπαραγωγή του νέου «κύκλου βίας». Σημειωτέον ότι στον
«νέο κύκλο βίας» δεν έχει ανοίξει ρουθούνι. Καήκανε κάτι πόρτες (μονοψήφιος
αριθμός) και ρίχτηκε ένας πυροβολισμός σε κάτι κλειστά γραφεία. Παρ όλα αυτά, η
υπερπαραγωγή είχε τα πάντα. «Τυφλές» συλλήψεις και προσαγωγές, ειδικές
δυνάμεις, ελικόπτερα, εκκενώσεις «κτιρίων της ανομίας» (λέτε να εκκενώσουν και το
Τhe Mall ?) «σοβαρές» αναλύσεις ακριβοπληρωμένων τηλεοπτικών αναλυτών κ.α.
Εκ
πρώτης όψεως η κατάσταση είναι για πολλά γέλια, αλλά το γεγονός ότι οι
πρωταγωνιστές και σκηνοθέτες είναι γελοίοι, δεν συνεπάγεται ότι η κατάσταση δεν
είναι σοβαρή. Γι αυτό είναι διάχυτη η αίσθηση ότι κάτι σοβαρότερο παίζεται.
Μακάρι
τα πράγματα να είναι τόσο απλά, όσο και με την ρουκέτα που έσπασε το τζάμι της
αμερικάνικης πρεσβείας μετά τους ολυμπιακούς αγώνες. Το σπασμένο εκείνο τζάμι
κόστισε στον ελληνικό λαό τα συστήματα ασφαλείας που είχε αγοράσει το ελληνικό
κράτος για τους ολυμπιακούς. Τότε συζήταγε να τα πουλήσει στους κινέζους
για τους δικούς τους αγώνες. Όμως λόγω έξαρσης της τρομοκρατίας (το αμερικάνικο
τζάμι που έσπασε) τα συστήματα κρίθηκαν απαραίτητα και τα κρατήσαμε.
Σύντομα
θα φανεί λοιπόν, περί τίνος πρόκειται. Όμως μπορούμε ήδη να βγάλουμε ένα
συμπέρασμα από όλο αυτό. Τα «αφεντικά» μας νοιώθουν μεγάλη ανασφάλεια. Η
ανασφάλειά τους οφείλεται στην μεγάλη ησυχία. Η μεγάλη ησυχία είναι εξ ίσου ανησυχητική, αν όχι και περισσότερο,
από την μεγάλη φασαρία. Γιατί η ησυχία δεν μπορεί να ελεγχθεί. Με δεδομένο ότι
αυτοί που πρέπει να μιλήσουν πρώτοι από όλους, αυτοί που ήταν τελειωμένοι πριν
καν αρχίσει το πάρτι της κρίσης, οι εργαζόμενοι και άνεργοι των 0-500 ευρώ το μήνα ,
ουσιαστικά δεν έχουν μιλήσει ακόμα.