30 Οκτωβρίου 2011

Οταν τα "λούστρα" ξεθωριάζουν...


Η «παραίτηση» του Προέδρου της Δημοκρατίας
ΠΗΓΗ: tvxs  του e-lawyer
Η καθιέρωση της 28ης Οκτωβρίου ως ημέρας εθνικής γιορτής οφείλεται κατά κύριο λόγο στην απόφαση του Κωνσταντίνου Τσάτσου, καθηγητή φιλοσοφίας δικαίου στην Νομική Αθήνας, ο οποίος το 1941 ανάρτησε στον πίνακα ανακοινώσεων στην οδό Σίνα ένα σημείωμά του, κατά το οποίο "την Τετάρτη 28 Οκτωβρίου κωλύομαι να διδάξω".

Στις 27 Οκτωβρίου ανέβηκε στο βήμα σε μια κατάμεστη από φοιτητές αίθουσα και κήρυξε την επόμενη ημέρα εθνική επέτειο ελευθερίας και αργία. Ο Τσάτσος έγινε εθνικός ήρωας μέσα σε μια μέρα, καταδιώχθηκε, κρύφτηκε, αποθεώθηκε. Μετά την απελευθέρωση, πολιτεύθηκε, διαγράφοντας μια αμφιλεγόμενη πορεία σε διάφορα υπουργεία, ενώ μετά την μεταπολίτευση έγινε ο αρχιτέκτονας του ισχύοντος Συντάγματος και πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Πέρασαν αρκετές δεκαετίες από τότε. Αν διαβάσουμε σήμερα την ομιλία που εκφώνησε ο Τσάτσος τότε στους φοιτητές του, θα αναγνωρίσουμε αμέσως έναν εντελώς ξεπερασμένο εθνικιστικό λόγο. Εκείνη την εποχή όμως, είχε μια εντελώς διαφορετική λειτουργία και βαρύτητα και αποτελούσε μια πράξη αντίστασης που θα μπορούσε να είχε στοιχίσει τη ζωή του.

Μην ξεχνάμε ότι ήμαστε σε πόλεμο. Η μέρα της εθνικής γιορτής εμπλουτίστηκε με την διεξαγωγή μαθητικών και στρατιωτικών παρελάσεων, δηλαδή εκδηλώσεων που απηχούν την αισθητική και την κυρίαρχη ιδεολογία εκείνων των περασμένων εποχών. Σήμερα έχουμε άλλους τρόπους να διατηρήσουμε την ιστορική μνήμη και να συζητήσουμε, χωρίς προκαταλήψεις, ακόμα και για τις σκοτεινές πτυχές εκείνων των ετών. Η τεχνολογία μας επιτρέπει να μελετήσουμε οπτικοακουστικό υλικό της εποχής.

Επίσης μας επιτρέπει να μοιραστούμε στο Διαδίκτυο τεκμήρια από εκείνη την περίοδο, τιμώντας έτσι τους προγόνους ή αναζητώντας κι επισημαίνοντας τα λάθη που έγιναν. Δεν χρειαζόμαστε υποχρεωτικές εκδηλώσεις προβολής του σώματος, ως συμβόλου για την εγγύηση της εθνικής κυριαρχίας, αφού οι κίνδυνοι για την εθνική κυριαρχία δεν είναι πλέον σωματικοί.
Ένα μεγάλο πλήθος αποδοκίμασε σήμερα σε διάφορες παρελάσεις του πολιτειακούς παράγοντες, τους "επίσημους" που εκπροσωπούν το κράτος. Πράξεις πρωτοφανείς στην ιστορία της εθνικής γιορτής. Εξυβρίσθηκε ακόμη κι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο κ. Παπούλιας. Κατά δήλωσή του, τον αποκάλεσαν "προδότη", πράγμα που θεώρησε ντροπή και του προκάλεσε λύπη, επειδή ο ίδιος, όπως δήλωσε, πολέμησε τον ναζισμό και τον φασισμό εντασσόμενος από την ηλικία των 15 ετών στην εθνική αντίσταση.

Δυστυχώς, ο κύριος Πρόεδρος αναγκάστηκε να εξηγήσει λοιπόν, για ποιο λόγο δεν είναι προδότης (αλλά ήρωας, όπως υπενόησε με την αναφορά στο ηρωϊκό παρελθόν του κατά τη διάρκεια του πολέμου). Φαίνεται πως, τώρα πια, κανείς δεν συγκινείται ενεργά από τις ηρωϊκές πράξεις που τέλεσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πριν από 70 χρόνια, γιατί αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι πια το παρελθόν, αλλά το παρόν και το μέλλον.

Ο κ. Παπούλιας αναγκάστηκε να αποχωρήσει από τον χώρο της παρέλασης στην Θεσσαλονίκη, την οποία είπε ότι "τιμάει" κάθε χρόνο αυτή τη μέρα. Αυτά είναι τα λάθη των πολιτικών της γενιάς του Προέδρου και όλων των υπόλοιπων: θεωρούν ότι μας "τιμούν" με την παρουσία τους, ενώ θα έπρεπε να επιδιώκουν οι ίδιοι να τιμώνται από τον λαό.

Ο κ. Παπούλιας δεν κατόρθωσε σήμερα να εγγυηθεί, σε συμβολικό έστω επίπεδο, την εθνική ενότητα και την ομοψυχία. Και πώς θα μπορούσε, άλλωστε, όταν βρίσκεται στη συγκεκριμένη θέση ύστερα από τα γνωστά μικροκομματικά παιχνίδια των δύο μεγάλων κομμάτων και την διελκυστινδα για την εργαλειακή χρήση του Συντάγματος και την πρόκληση πρόωρων εκλογών.

Η εκλογή του κ. Παπούλια δεν βασίστηκε λοιπόν σε κάποιου είδους ουσιαστική ομοφωνία της εθνικής αντιπροσωπείας για την προσωπικότητά του, αλλά περισσότερο σε βολικές συνεννοήσεις που εξυπηρέτησαν τους πολιτικούς αρχηγούς κατά τον σχεδιασμό των κομματικών τους συμφερόντων. Ο κ. Παπούλιας θα ήταν ένας ήπιος πρόεδρος, κατάλληλος για μια ηπιότερη περίοδο. Σε μια περίοδο συγκρουσιακή και αμφιλεγόμενη, θα έπρεπε να επιδεικνύει άλλες ικανότητες, ώστε να είναι αποδεκτός. Για παράδειγμα, αναπέμποντας στη Βουλή αντισυνταγματικά νομοσχέδια.

Δεν είναι, βέβαια, ο μόνος Πρόεδρος της Δημοκρατίας που δεν μπορεί να εκφράσει το σύνολο του έθνους, αλλά είναι ο πρώτος που αποδοκιμάζεται τόσο έντονα και αποχωρεί από μια τελετή εθνικής μνήμης. Το χειρότερο είναι ότι αντί να κάνει την οποιαδήποτε αυτοκριτική, επιχειρεί να μειώσει τα περιστατικά, αποδίδοντάς τα σε "μειοψηφίες". Η κρίση του αυτή, αλλά κυρίως η συγκεκριμένη αντίδραση, δείχνει πόσο μακριά από την πραγματικότητα βρίσκεται ο αρχηγός του κράτους.

Το "πρόβλημα" δεν είναι αν οι διαμαρτυρόμενοι πολίτες είναι μειοψηφία ή πλειοψηφία, αλλά ότι δεν υπάρχουν άλλοι πολίτες που να τους αποτρέπουν από τις πράξεις αποδοκιμασίας. Οι μόνοι που συμπαρίστανται στον Πρόεδρο, αλλά και γενικότερα στους πολιτικούς που υφίστανται την λαϊκή κατακραυγή, είναι οι εργαζόμενοι για την ασφάλειά τους κι όχι οι πολιτικοί υποστηρικτές τους. Προφανώς θα υπάρχουν και υποστηρικτές, αλλά δεν αναλαμβάνουν τον κίνδυνο να αντιδικήσουν με τους διαμαρτυρόμενους ή να προστατεύσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τους πολιτικούς.

Αυτό είναι εκείνο που θα πρέπει να σκεφτούν οι πολιτικοί, και πριν από όλους ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας: για ποιο λόγο μείνανε άραγε "μόνοι" τους και δεν τους υποστηρίζει πλέον κανείς. Καθώς και αν υφίσταται ακόμη η "νομιμοποίηση" που τους παρείχε η διαδικασία της ανάδειξής τους.
Είναι να αναρωτιέσαι, εάν γίνουν εκλογές, πώς θα μπορέσουν αυτοί οι άνθρωποι να επικοινωνήσουν με τους ψηφοφόρους. Όταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας φυγαδεύεται από την παρέλαση σε μια εθνική γιορτή, πραγματικά βρισκόμαστε σε μια οριακή στιγμή. Ταυτόχρονα όμως, οι πράξεις αυτές καταδεικνύουν και το όριο της αναπαραγωγής ξεπερασμένων εκδηλώσεων, όπως οι παρελάσεις. Παρέλαση χωρίς ψυχολογική επιβολή και καταναγκασμό δεν υφίσταται. Είναι ένα καθαρά φασιστικό κατάλοιπο, το οποίο εκ των πραγμάτων ευνοεί ομαδικές αντιδράσεις όχλου, όπως αυτή που είδαμε σήμερα.

Ο κ. Παπούλιας θα μπορούσε να προσφέρει μια αξιόλογη υπηρεσία στο έθνος, εάν με αφορμή τα σημερινά γεγονότα έκανε την αυτοκριτική του και ζητούσε την κατάργηση αυτού του ξεπερασμένου θεσμού που όχι μόνο δεν θυμίζει τον αγώνα για την ελευθερία, αλλά αντίθετα αποτελεί διατήρηση των υπολειμμάτων του φασισμού και του ναζισμού. Δεν πρόκειται να το κάνει βέβαια, γιατί δεν μπορεί να υπερβεί όλο το σύστημα, το οποίο τον τοποθέτησε στο ήπατο αξίωμα. Αναμένουμε τους πολιτικούς που θα έχουν το έρμα να προβούν σε μια τέτοια σοβαρή ανατροπή.