Jacquy Chemouni: Ο Λένιν και η Ψυχανάλυση
(μετάφραση Άννυ Σπυράκου)
Εκδόσεις Συνάψεις 2007.
Ο Jacquy Chemouni, διδάκτωρ ιστορίας και ψυχολογίας, ψυχαναλυτής και ιστορικός της ψυχανάλυσης, στη μελέτη του αυτή καταπιάνεται με ένα, με μια πρώτη ματιά, ανεπίκαιρο ζήτημα. Μελετά ιστορικά τη στάση του Λένιν απέναντι στην ψυχανάλυση, χρησιμοποιώντας ως πηγές τα ίδια τα κείμενα και την αλληλογραφία του Λένιν, αλλά και κείμενα και μαρτυρίες προσώπων που συνδέθηκαν ή συνεργάστηκαν μαζί του.
Στόχος του συγγραφέα είναι να διασαφηνίσει το θέμα, αφού κατά καιρούς διατυπώθηκαν απόψεις για την θετική ή την αρνητική στάση του Λένιν απέναντι στην ψυχανάλυση χωρίς προηγουμένως να έχουν βασιστεί σε ιστορική έρευνα.
Ο συγγραφέας παρατηρεί ότι ο Λένιν δεν έχει αφήσει κάποιο κείμενο που να αναφέρεται στον Φρόιντ και το έργο του – και το πιθανότερο είναι πως δεν το είχε μελετήσει. Είχε ωστόσο συνείδηση της απήχησης και της γοητείας που ασκούσε η ψυχανάλυση στο κόμμα, ειδικά μετά την εγκαθίδρυση της επαναστατικής εξουσίας στη Ρωσία, αλλά και γενικότερα στο κομμουνιστικό κίνημα της Ευρώπης. Η μέχρι πρόσφατα επικρατούσα άποψη ήταν ότι η ψυχανάλυση δεν κέντρισε ποτέ το ενδιαφέρον του Λένιν, σε αντίθεση με τον Τρότσκι που είχε γράψει αρκετά για την ψυχανάλυση και άλλους όπως ο Ράντεκ, ο Λουνατσάρσκι, ο Ράισνερ κ.α.
Η έρευνα μάλλον αποκλείει την πιθανότητα να έχουν μιλήσει στον Λένιν για την ψυχανάλυση φίλοι και συνεργάτες του που γνώριζαν και συνεργάστηκαν με τον Φρόιντ, όπως ο αυστριακός σοσιαλιστής ηγέτης Άλφρεντ Άντλερ και ο ρώσος γιατρός Ντάρκσεβιτς. Αντίθετα φαίνεται να έχει πολύ πιο σαφή άποψη για τη δράση της ψυχαναλυτικής εταιρείας της Μόσχας, η οποία μετά την Οκτωβριανή επανάσταση δραστηριοποιείται ενεργά και με μεγάλη επιρροή(ο ίδιος ο Φρόιντ αναφέρεται στη Μόσχα ως το τρίτο σε μέγεθος κέντρο της ψυχανάλυσης στον κόσμο). Ο συγγραφέας εκτιμά ότι δεν θα υπήρχε ανάπτυξη της ψυχανάλυσης στη Ρωσία αν ο Λένιν είχε διατυπώσει ξεκάθαρα την αντίθεσή του. Η σοβιετική εξουσία όμως προσπάθησε να ελέγξει την ανάπτυξη αυτή.
Το συμπέρασμα του συγγραφέα είναι ότι ενώ ο Λένιν δεν ενδιαφερόταν για την ψυχανάλυση, μάθαινε για την ανάπτυξή της στην Ρωσία κυρίως μέσω των συναδέλφων του που ασχολούταν με την πολιτική της υγείας, της παιδείας, της οικογένειας και το γυναικείο ζήτημα στο νεοσύστατο σοβιετικό κράτος.
Εδώ όμως ο συγγραφέας πέφτει σε ένα σοβαρό σφάλμα: αφού δεν έχει κείμενα του Λένιν για την ψυχανάλυση ή τον Φρόιντ, παραθέτει τις απόψεις του για τις ιδέες της ελεύθερης σεξουαλικότητας που βρήκαν πρόσφορο έδαφος, κυρίως, μέσα στο γυναικείο κίνημα. Αργότερα μάλιστα κατηγορεί τον Λένιν ότι υποβαθμίζει την ψυχανάλυση στην σεξουαλικότητα (σελ. 41) – προφανώς γιατί δεν ασχολήθηκε επισταμένα μαζί της (!) – ενώ την έχει υποβαθμίσει προηγουμένως ο ίδιος ο συγγραφέας.
Είναι εμφανές επίσης από τις θεωρητικές αναλύσεις που καταπιάνεται, ότι ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται την ψυχανάλυση ως κάτι περισσότερο από μια θεραπευτική πρακτική, την αντιμετωπίζει ως κοσμοθεωρία και είναι προφανές ότι το ίδιο έκανε και ο Φρόιντ στην εποχή του. Την συγχέει κατ’ επέκταση με τη δημόσια εικόνα της και τις διάφορες απλοποιημένες εκδοχές των θεωριών της. Επίσης είναι αρκετά επιεικής με την απολυτότητα και τους αναγωγισμούς της ψυχανάλυσης (ειδικότερα τη δεκαετία του 1920), αλλά όχι με την βεβαιότητα του Λένιν για την επιστημονικότητα των δικών του αντιλήψεων.
Ο συγγραφέας θεωρεί ότι ο διάλογος ανάμεσα στην ψυχανάλυση και τον κομμουνισμό είναι αδύνατος, αφού ως κοσμοθεωρίες είναι προσανατολισμένες σε εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις. Η ψυχανάλυση θεωρεί ότι η κοινωνία είναι πηγή οδύνης για τον άνθρωπο και αναζητά στην ατομική υποκειμενικότητα τη λύση αυτής της εσωτερικής σύγκρουσης. Ο Λένιν ενδιαφέρεται για την ταξική επανάσταση ως αντικειμενική λύση αυτής της σύγκρουσης που πηγάζει από αντικειμενικές κοινωνικές αντιθέσεις.
Αυτή η θεωρητική θέση του συγγραφέα υποσκάπτεται όμως από την αδυναμία του να μείνει στη σφαίρα της θεωρίας. Δεν αποφεύγει να εξηγήσει τις θέσεις του Λένιν μέσα από τις προσωπικές του ιδιαιτερότητες, ενώ στο τέλος του βιβλίου επιλέγει να παραθέσει δυσάρεστες πολιτικές επιλογές του που σχετίζονται με τη ισχυροποίηση της σοβιετικής εξουσίας ως στοιχεία της προσωπικότητάς του (ενώ και ο Φρόιντ - που παρεμπιπτόντως δεν είχε κρατική εξουσία να διαχειριστεί - εκδίωξε αυτούς που εξέφρασαν διαφορετικές απόψεις από τον κύκλο του!). Πιστεύει λοιπόν ο συγγραφέας ότι, αν αντί του Λένιν υπήρχε κάποιος άλλος ηγέτης της επανάστασης, ο διάλογος ανάμεσα στην ψυχανάλυση και τον κομμουνισμό θα ήταν δυνατός;
Στην αρχή του κειμένου θεωρήσαμε το θέμα ανεπίκαιρο, γιατί δεν έχει επιχειρηθεί κάποια σοβαρή προσπάθεια για διάλογο ανάμεσα στον κομμουνισμό και την ψυχανάλυση εδώ και περίπου 30 χρόνια. Όταν και όπου αυτό επιχειρήθηκε είχε πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα (Ράιχ, Φρομμ, Μαρκούζε, Σχολή της Φρανκφούρτης κ.α.) κυρίως σε θεωρητικό επίπεδο.
Η επικαιρότητα του βιβλίου αυτού αντλείται πιθανότατα από την αναζωπύρωση της ψυχανάλυσης στην Ρωσία και κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της Σοβιετικής Ένωσης, όσο και την τελευταία δεκαπενταετία. Γεγονός που οδήγησε στην αναζήτηση των λόγων της εξαφάνισης της ψυχανάλυσης και της απαγόρευσής της από την σοβιετική εξουσία για περισσότερο από μισό αιώνα (με το διάταγμα του ‘32). Γι αυτό και το ύφος του συγγραφέα μοιάζει κάποιες φορές με αναπόληση του παρελθόντος και αγανάκτηση για το χρόνο ή τις δυνατότητες που χάθηκαν.
Το εγχείρημα του Jacquy Chemouni είναι δύσκολο, σε μια εποχή που οι θριαμβολογίες για την ήττα του κομμουνισμού δεν έχουν κοπάσει ακόμη. Γι’ αυτό και η διαπραγμάτευση του θέματος - ενώ έχει πολύ καλά ιστορικά στοιχεία να δείξει – υποσκάπτεται από μια τετριμμένη κριτική με επιχειρήματα της "ιστορίας των νικητών".
Αυτό μπορεί να αποτελεί ένα "μικρό πρόβλημα" για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό: η παραδοσιακή δυσπιστία των κομμουνιστών στην ψυχανάλυση έχει στρέψει κάποιους αριστερούς στην "υπομονή", το αλκοόλ και την παραδοσιακή ψυχιατρική με την άκριτη φαρμακοθεραπεία της, όταν έχουν να αντιμετωπίσουν δύσκολες προσωπικές καταστάσεις, που μπορεί κάποτε και να συνοδεύονται από ψυχοπαθολογικά συμπτώματα. Αν λοιπόν πάρει κανείς κατά γράμμα την κριτική που κάνει ο συγγραφέας μπορεί να απορρίψει την ψυχοθεραπεία ακόμα και αν αυτή είναι η ενδεδειγμένη λύση για τα άμεσα προσωπικά του προβλήματα.
Τέλος μπορούμε να πούμε ότι το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί και να συζητηθεί από όσους ενδιαφέρονται για τα θέματα αυτά, γιατί συμβάλλει σε μια προβληματική χρησιμοποιώντας σημαντικά ιστορικά στοιχεία και κάποιες ενδιαφέρουσες θεωρητικές επισημάνσεις, που ωστόσο χρειάζονται πολύ πιο ενδελεχή επεξεργασία.
Αποστόλης Αγγελόπουλος