15 Οκτωβρίου 2012

Αφού με ρωτάτε να θυμηθώ. – Μ. Μπέικου.


 «Γεννήθηκα στην Ιστιαία της Εύβοιας. Στον πόλεμο βρίσκομαι στην Αθήνα, φοιτήτρια της Ιατρικής. Οργανώνομαι και δουλεύω παράνομα με τον Λεωνίδα Κύρκο στο πανεπιστήμιο. Συλλαμβάνεται ο αδελφός μου. Οδηγείται στις φυλακές.
Παρά την αντίθεση των γονιών μου, κατατάσσομαι στον ΕΛΑΣ. Λαχταρώ να πολεμήσω με το όπλο στο χέρι. Η πρώτη μου μάχη είναι στο Καρπενήσι. Ξέρω ότι αμύνομαι, δεν θέλω να κάνω κακό σε κανέναν, απέναντί μου όμως είναι ο εχθρός. Σημαδεύω και πυροβολώ. Φοβάμαι. Καταλαβαίνω στο πρόσωπο του διπλανού μου τι σημαίνει σύντροφος. Κόβω την κοτσίδα μου για να παρελάσω στην απελευθέρωση. Παραδίδω το όπλο μου στη Βάρκιζα. Παντρεύομαι τον Γεωργούλα Μπέικο.
Ξαναπιάνω το ντουφέκι για να αμυνθώ, δεύτερη φορά, με τον Δημοκρατικό Στρατό. Το αφήνω, ηττημένη πια, στα αλβανικά σύνορα και φεύγω περνώντας στο άγνωστο. Τρομάζω.


Ζω είκοσι επτά χρόνια στη Σοβιετική Ενωση. Φοιτήτρια στο Ινστιτούτο Κινηματογραφίας της Μόσχας, στην τάξη του Μιχαήλ Ρομ, με τον συμφοιτητή και πολύ καλό φίλο μου Αντρέι Ταρκόφσκι. Σκηνοθετούμε από κοινού τους «Φονιάδες» του Χέμινγουεϊ. Δουλεύω ως εκφωνήτρια στον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Μόσχας. Είκοσι επτά χρόνια χωρίς ιθαγένεια. Ψάχνω κάποιον ν' ακούσει την ιστορία μου. Τη λέω παντού.



Επιστρέφω στην Ελλάδα με την τέφρα του Γεωργούλα, σαν την Ηλέκτρα. Η Ελλάδα. Στα όνειρά μου βλέπω ακόμα ότι τρέχω στα βουνά. Πατρίδα μου είναι όλα αυτά». Πατρίδα της και το θέατρο, όπου έδινε το «παρών» και τον εαυτό της στο «Μάουζερ» του Χάινερ Μίλερ και στο «Αττις» του Θεόδωρου Τερζόπουλου, υποδυόμενη τον εαυτό της στη σκηνή:

«Τον Φεβρουάριο του 2009, δίνουμε ένα ραντεβού με τον Θόδωρο Τερζόπουλο - με τον οποίο έχουμε σχέσεις πάρα πολλά χρόνια... Και μου ανακοινώνει: «Λοιπόν, Μαρία, ετοιμάζομαι να ανεβάσω το «Μάουζερ» του Μίλερ. Θέλω να πάρεις μέρος σ' αυτήν την παράσταση». Του λέω: «Ο,τι θες λες;». «Μιλάω πολύ σοβαρά», μου απαντάει. «Αυτό που γράφει ο Μίλερ μόνο εσύ μπορείς να το κάνεις. Γιατί πήρες μέρος στον πόλεμο, στην Αντίσταση, στον ΕΛΑΣ και μετά υποχρεώθηκες να πολεμήσεις στον Δημοκρατικό Στρατό για να γλιτώσεις»...



«Ο Δεκαπενταύγουστος μας βρήκε έξω από το Καρπενήσι, όπου είχαμε στρατοπεδεύσει. Ήταν η γιορτή μου. Οι κοπέλες με πείραζαν: «Δεν θα μας κεράσεις;». Θυμήθηκα που κάποιος μού είχε κάνει δώρο για τη γιορτή μου ένα κουτί ζαχαρούχο. Άνοιξα το κουτί και με ένα κουταλάκι τις κέρασα όλες. Μια κουταλιά στην κάθε μία «για χρόνια πολλά και καλές μάχες». Αυτή ήταν η ευχή».



«Ο Γεωργούλας μού έλεγε συχνά στη Μόσχα: «Μαράκι μου, εμείς οι κομμουνιστές λέμε: όπου γης πατρίς». Όμως εγώ, μέσα μου βαθιά, ήξερα πως όλη μου η καρδιά είναι στην Ελλάδα. Ένα μικρό κομμάτι της βέβαια το άφησα στη Ρωσία, εκεί όπου έζησα τη συνειδητή ζωή μου, με όλους αυτούς τους ανθρώπους που υπήρξαν υπέροχοι φίλοι για μένα. Κι αν με ρωτήσει κανείς αν θα μπορούσα να ζήσω τα ίδια πράγματα, θα απαντούσα αβίαστα: Ναι, θα τα ζούσα».

"Εκδόσεις «Καστανιώτη"