Από το 1904 υπήρχαν στη Γερμανία αντικαπνιστικές οργανώσεις με αντικείμενο τους την προστασία του μη καπνιστή. Όταν το 1933 ανέλαβαν την εξουσία της χώρας οι Εθνικοσοσιαλιστές του Αδόλφου Χίτλερ, εντάθηκαν οι έρευνες για τις συνέπειες του τσιγάρου στην δημόσια υγεία. Άλλωστε ήταν στη ναζιστική Γερμανία που αποδείχθηκε για πρώτη φορά η σχέση του καπνίσματος και το καρκίνου του πνεύμονα ενώ εκεί χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ο όρος «παθητικός καπνιστής».
Στη ναζιστική Γερμανία ήταν επίσης που γιατροί υποστήριξαν ότι το κάπνισμα ευθύνεται για τον αυξημένο αριθμό εμφραγμάτων του μυοκαρδίου που σημειωνόταν στη χώρα. Μάλιστα, κατά τα τελευταία χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έγιναν έρευνες για να ελεγχθεί κατά πόσον ο αυξημένος αριθμός καρδιακών προβλημάτων, που εμφάνιζαν Γερμανοί στρατιώτες στο ανατολικό μέτωπο, οφειλόταν στο κάπνισμα.
Ο μηχανισμός της προπαγάνδας ασχολήθηκε και με την αντικαπνιστική πολιτική, με γνωστά περιοδικά, όπως το Gesundes Volk (Υγιής Λαός) και το Gesundes Leben (Υγιεινή ζωή) να δημοσιεύουν συχνά προειδοποιήσεις για τις συνέπειες του τσιγάρου στην υγεία.
Το 1939 ιδρύθηκε το Γραφείο για τους κινδύνους από το κάπνισμα και τα οινοπνευματώδη ποτά. Την ίδια χρονιά θεσπίστηκε νόμος, που απαγόρευε το κάπνισμα στους αξιωματικούς των SS και στους αστυνομικούς εν ώρα υπηρεσίας και ακολούθησε η απαγόρευση του καπνίσματος στα σχολεία και στα νοσοκομεία.
Τον Δεκέμβριο του 1941 τέθηκαν περιορισμοί στις διαφημίσεις των τσιγάρων. Απαγορεύτηκαν μάλιστα όσες παρουσίαζαν το κάπνισμα ως αβλαβή συνήθεια και ως ένδειξη ανδρισμού. Την ίδια χρονιά αυξήθηκε η φορολογία στον καπνό κατά 80 - 90% και απαγορεύτηκε το κάπνισμα μέσα στο τραμ, σε εξήντα γερμανικές πόλεις.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου απαγορεύτηκε το κάπνισμα στα καταφύγια (αν και σε ορισμένα υπήρχαν ειδικοί χώροι όπου επιτρεπόταν), οι έγκυες και οι γυναίκες κάτω των 25 και άνω των 55 ετών δεν διακιούνταν μερίδα καπνού και μειώθηκε ο αριθμός των τσιγάρων που χορηγούνταν στους στρατιώτες. Τον Ιούλιο του 1943 απαγορεύτηκε το κάπνισμα σε δημόσιους χώρους σε άτομα κάτω των 18 ετών.
Όμως όλα αυτά επέφεραν ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα από τα όσα επιδίωκε το ναζιστικό καθεστώς: από το 1933 μέχρι το 1939, σημειώθηκε ραγδαία αύξηση στην κατανάλωση καπνού στη Γερμανία, με την κατά κεφαλήν κατανάλωση καπνού την περίοδο αυτή να αυξάνεται από 570 σε 900 τσιγάρα ετησίως, όταν αντίστοιχα στη Γαλλία (όπου το αντικαπνιστικό κίνημα ήταν αδύναμο) η κατανάλωση αυξήθηκε από 570 σε 630 τσιγάρα το χρόνο.
Τελικά, η επιβολή ακόμα σκληρότερων αντικαπνιστικών μέτρων στα τέλη της δεκαετίας του '30 οδήγησε σε μείωση της κατανάλωσης καπνού.
Ο ίδιος ο Φύρερ ήταν μανιώδης καπνιστής στα νιάτα του αλλά αργότερα έκοψε το κάπνισμα, θεωρώντας πλέον πως αποτελεί παρακμιακή συμπεριφορά.
Ο βασικός λόγος που το ναζιστικό καθεστώς είχε κηρύξει τον πόλεμο και στο τσιγάρο ήταν η πολιτική αναπαραγωγής της φυλής: Ο προορισμός των γυναικών στη ναζιστική Γερμανία ήταν να κάνουν πολλά υγιή παιδιά, που, αν ήταν αγόρια, όταν θα μεγάλωναν, θα πολεμούσαν για τη Γερμανία. Γι' αυτό δόθηκε μεγάλη βαρύτητα στην μελέτη των συνεπειών του καπνίσματος από έγκυες γυναίκες και στη σχέση μεταξύ στειρότητας και καπνίσματος. Παρόλα αυτά, πολλές Γερμανίδες, και ανάμεσά τους σύζυγοι υψηλόβαθμων ναζιστών αξιωματούχων, κάπνιζαν, όπως κάπνιζε και η ίδια η Εύα Μπράουν, ακόμα και δημόσια.
Οι Ναζί θεωρούσαν μέγα σφάλμα το να καπνίζει το «κυρίαρχο έθνος» και ταύτιζαν το κάπνισμα με τον φυλετικό εκφυλισμό. Υποστήριζαν μάλιστα ότι το κάπνισμα αποτελεί ελάττωμα των Αφρικανών και κατηγορούσαν τους Εβραίους ότι εισήγαγαν στη Γερμανία τον καπνό ενώ και η Εκκλησία των Αντβεντιστών της Έβδομης Ημέρας στη Γερμανία διακήρυττε ότι το κάπνισμα ήταν μια αμαρτία που διέδωσαν οι Εβραίοι.
Πηγή: Wikipedia.org