14 Μαρτίου 2009

Το Μαρούσι μετά την ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ 2004 (2)



Μέρος 2ο

Το Μαρούσι των τελευταίων τριανταπέντε περίπου χρόνων είναι ο έφηβος που ενηλικιώνεται. Παραμένει άγνωστο που και πότε γεννήθηκε, πως πέρασε τα παιδικά του χρόνια, τι επέδρασε στην χαρακτηροδομή του. Πώς να βάλλουμε λοιπόν στον «ίσιο δρόμο» μια δύστροπη αφύσικη ανώμαλη σχιζοφρενή απάνθρωπη πόλη, όταν επιπλέον αγνοούμε τις συνθήκες και τους λόγους που επέβαλαν την γέννησή της; Το καταγγελτικό
μένος όλων κατά πάντων, ειδικά κατά δημάρχου και επιχειρηματιών, για το Μαρούσι που χάνεται, είναι κατά την γνώμη μου η σπασμωδική αντίδραση μπροστά σε μια κατάσταση που δεν κατανοείται η ουσία της ύπαρξής της. Αυτή η ουσία είναι και το πολιτικό κενό που καλούμαστε να καλύψουμε όσοι βιώνουμε το σημερινό αυτό αδιέξοδο.


Όπως αποδείχτηκε – από την μεταπολιτευτική εμπειρία μας – και εκ των γεγονότων έως σήμερα, με πολιτική «καθημερινότητας» είναι αδύνατον να γίνει πολιτική κινητοποίησης αγωνιστών προς κατεύθυνση αλλαγής συσχετισμών δύναμης στα δημοτικά πράγματα και στο πεδίο του εργατικού λαϊκού κινήματος που είναι τα ζητούμενα από όλους τους αγωνιστές, τουλάχιστον στις θεωρητικές προγραμματικές επεξεργασίες τους. Τα ασφυχτικά πλαίσια που μπαίνουν στην όποια πολιτική δράση, με την περιβόητη και άκρως αναποτελεσματική «καθημερινότητα του πολίτη», επιβάλλονται από τους κομματικούς και παραταξιακούς μηχανισμούς με σκοπό τον έλεγχο των εκλογικών ψήφων.

Ο βασικός πολιτικός στόχος του χρηματιστικού κεφαλαίου έχει μπει σε εφαρμογή πολύ πιο πριν. Από την εποχή της «αποβιομηχανοποίησης» της Κηφισίας γύρω στο 1980, ίσως και λίγο παλαιότερα, από την αρχή της παγκόσμιας κρίσης ( της ποιο μακροχρόνιας στην ιστορία του καπιταλισμού) που πολλοί την τοποθετούν γύρω στο 1975, δηλαδή με την μεταπολίτευση στην Ελλάδα. Η ανάθεση της Ολυμπιάδας έδωσε την μεγάλη ευκαιρία να ολοκληρωθούν τα έργα (συντομότερα και φτηνότερα) ως αναπτυξιακού τύπου και όχι ως αποικιοκρατικού τύπου που είναι και που το καταλαβαίνουμε καλά σήμερα και ακόμα καλύτερα αύριο. Οι υπεύθυνοι (κυβερνήσεις, δήμαρχοι, καπιταλιστές) είναι πάντα εύκολο να βρίσκονται, όταν όμως δεν βρίσκονται οι οικονομικοί λόγοι, η γραμμή του χρήματος που τους ενώνει που ορίζει και τις στρατηγικές τους, είναι δύσκολο να υπάρχει πολιτική άμεσης αντιμετώπισης των αντιλαϊκών αποτελεσμάτων.
Ας αναλογιστούμε σήμερα την μέγιστη πολιτική σημασία των απεργιών της ΗΒΗ το 1986 που διεκδικούσαν την συνέχιση της λειτουργίας του εργοστάσιου τους. Οι εργάτες αγωνίζονταν για την δουλειά τους και οι καπιταλιστές παζαρεύανε με τον Βωβό το γωνιακό οικόπεδο. Το ίδιο με την Μπερκσάιρ τον Πάπυρο την Παλίρροια την ΙΤΤ την Βολφραμ κ.α. Ο αγώνας των εργατών της ΗΒΗ ήταν ένα μεγάλο εμπόδιο που έμπαινε στα σχέδια του χρηματιστικού κεφαλαίου για την «αναμόρφωση» της Κηφισίας. Ήταν αγώνας υπεράσπισης της παραγωγικής αναπτυξιακής οικονομίας, αγώνας υπεράσπισης «αυτής της γης», ενάντια στην χρηματιστική παρασιτική αντιπαραγωγική επέλαση. Ο πολύχρονος αγώνας των εργατών της ΗΒΗ το πανεργατικό κίνημα αλληλεγγύης στο Μαρούσι και γενικότερα, παραμένει έως σήμερα φωτεινό ορόσημο, παράδειγμα ενωτικής δράσης της εργατικής τάξης, πάνω σε πολιτικούς στόχους πάνω και έξω από τα στενά περιθώρια της μάντρας του εργοστάσιου. Στόχους που αφορούσαν –όπως αποδείχτηκε- όλο το Μαρούσι, ανεξάρτητα πόσο και πώς το συνειδητοποιούσε ο κάθε ένας. Έριξε πολλά λεφτά η PEPSICO για να εξαγοράσουν τους εργάτες και να εκβιάσουν οικειοθελείς αποχωρήσεις, πρόωρες συνταξιοδοτήσεις κ.α. ( Ελπίζουμε να δώσουμε περισσότερα αναλυτικά στοιχεία σε προσεχή έκδοση).
Προσφέροντας λοιπόν υλικά ανταλλάγματα και αυταπάτες περί γρήγορου πλουτισμού με φόντο την βιτρίνα της Κηφισίας και τα Ολυμπιακά έργα αδρανοποιήθηκε ο Μαρουσιώτικος λαός. Σήμερα ας κάνει ο κάθε αγωνιστής ταμείο και ας μετρήσει τα πολιτικά οφέλη, είναι απαραίτητο ο αγώνας συνεχίζεται. Κανένα όμως πολιτικό ή εκλογικό όφελος δεν μπορεί να κρύψει την πραγματικότητα, αυτήν που σε πείσμα όλων όσων θελημένα ή αθέλητα προσπαθούν να κρύψουν από την εργατική τάξη, την μόνη σίγουρα χαμένη από τέτοιου είδους "αναπτυξιακές" πολιτικές που όμως το μόνο σίγουρο είναι πως χωρίς αυτήν δεν μπορούν να υπάρξουν.
Γιάννης Τσίχλας
ακολουθεί 3ο μέρος