12 Ιανουαρίου 2011

Με αφορμή σαν σήμερα την γέννηση του Σπύρου Λούη το 1873, μερικές σκέψεις για την Ολυμπιάδα του 1896...

 Πηγη: "Πίσω από το όραμα των Ολυμπιακών" του Πέτρου Τσαγκαρη, 
εκδοσεις ΔΕΑ.
Το 1894 η ελληνική άρχουσα τάξη ανέλαβε να διοργανώσει τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες, παρότι δύο χρόνια πριν ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης είχε κηρύξει τη χώρα σε χρεωκοπία. Ωστόσο υπήρχαν κάποια χρήματα από τα κληροδοτήματα του Ζάππα, ο άλλος «εθνικός ευεργέτης», ο Γεώργιος Αβέρωφ, ανέλαβε τη δαπάνη ανακαίνισης του Παναθηναϊκού Σταδίου, ενώ από εράνους και έκδοση γραμματοσήμων συγκεντρώθηκαν οι πόροι για την κατασκευή σκοπευτηρίου στην Καλλιθέα και ποδηλατοδρόμιου στο Νέο Φάληρο. Ταυτόχρονα η ελληνική άρχουσα τάξη διέθετε μια πολυετή εμπειρία διοργανώσεων λόγω των Ζάππειων Ολυμπιάδων. Από την άλλη έλαμπαν ως βαρύτιμα έπαθλα τα πολιτικά οφέλη ενός τέτοιου εγχειρήματος: Η αναβάθμιση του κύρους και της δύναμης της χώρας στα μάτια της παγκόσμιας διπλωματίας και πολιτικής. Όπως μας λένε και ενόψει της Ολυμπιάδας του 2004, έτσι και τότε πίστευαν (και εν μέρει είχαν δίκιο) ότι όλα τα μάτια θα στραφούν στην Αθήνα. 

 Πέρα από κάθε ρομαντική φιλολογία για συναδέλφωση, οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες κουρδίστηκαν από την αρχή στο ρυθμό των εθνικιστικών αντιπαραθέσεων: ως ημερομηνία έναρξης των Αγώνων ορίστηκε η 25η Μαρτίου ώστε να επιτευχθεί ο ταυτόχρονος εορτασμός της πραγματικής Αγίας Τριάδας: πατρίς, θρησκεία, αθλητισμός. Αντιλαμβανόμενοι οι Έλληνες ηγέτες τη σημασία των Αγώνων και το τεράστιο συγκριτικό πλεονέκτημα που διέθεταν, έθεσαν από την αρχή το αίτημα για μόνιμη τέλεση των Αγώνων στην Ελλάδα. Την πρόταση διατυπώνει ο ίδιος ο βασιλιάς Γεώργιος κατά τη διάρκεια της Ολυμπιάδας. Μάλιστα για να κρατήσει ζωντανή την προοπτική της μόνιμης ανάθεσης, η Ελλάδα το 1906 διοργανώνει στην Αθήνα τη 1η Μεσολυμπιάδα (ανάμεσα σε δύο Ολυμπιάδες). Το αίτημα θα επαναληφθεί πολλές φορές, και μάλιστα από τον «εθνάρχη» Κωνσταντίνο Καραμανλή στη δεκαετία του 1970. Θεωρώντας τον εαυτό της ιδιοκτήτη των Αγώνων η ελληνική άρχουσα τάξη θα προβάλει -εντελώς υποκριτικά και γι’ αυτό καθόλου πειστικά- την Ελλάδα ως χώρα υπεράνω συρράξεων, ώστε να αποφευχθούν τα μποϊκοτάζ που κυριάρχησαν στις Ολυμπιάδες του Μεσοπολέμου και του Ψυχρού Πολέμου.


Σε κάθε περίπτωση όμως, η ανάθεση των Αγώνων δύο φορές (τρεις μαζί με το 1906) μέσα σε 100 χρόνια σε μια χώρα τόσο μικρή δείχνει ότι οι διεκδικήσεις της δεν ήταν τόσο μετέωρες. Όσον αφορά το αγωνιστικό μέρος κατ’ αρχάς δεν ήταν παγκόσμιοι αγώνες: συμμετείχαν συνολικά 311 αθλητές (μόνον άνδρες) από 13 χώρες, ωστόσο οι 230 ήταν Ελληνες! Αντίστοιχη αναλογία μεταξύ αθλητών της διοργανώτριας χώρας και των υπολοίπων συνεχίστηκε βέβαια και σε άλλες Ολυμπιάδες. Σε αντίθεση με τους αρχαίους αγώνες, από την Ολυμπιάδα της Αθήνας κιόλας οι σύχρονοι Αγώνες έχουν στόχο εθνικές και όχι προσωπικές επιτυχίες. Ετσι, όπως και σε πολλές επόμενες Ολυμπιάδες, η μεροληψία των διοργανωτών υπέρ των αθλητών τους είναι έντονη. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι ενώ ο Αυστριακός Σμαλ είχε επικρατήσει όλων των αντιπάλων του στη σπαθασκία και ήταν έτοιμος να ανακηρυχθεί νικητής, οι κριτές αποφάσισαν την… επανάληψη όλων των αγώνων διότι μόλις είχε εισέλθει στο χώρο του Ζαππείου ο βασιλιάς Γιεώργιος και η ακολουθία του οι οποίοι θα έπρεπε να παρακολουθήσουν τους αγώνες! Φυσικά ο Σμαλ κατήγγειλε τη διαδικασία και αποχώρησε. Ωστόσο ο κλασικός ελληνικός μύθος του 1896 ήταν ο Σπύρος Λούης που στέφθηκε νικητής στο μαραθώνιο. 

Ήταν ο μεγάλος θρίαμβος του έθνους, ο έλληνας μαραθωνομάχος, όπως με εθνική έξαψη έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής. Μόνο που υπάρχουν κάποιες μελανές κηλίδες, καθώς αργότερα διατυπώθηκαν υπόνοιες ότι ο Λούης έκλεψε ανεβαίνοντας σε άμαξα, και ότι γι’ αυτό μπόρεσε να κερδίσει το δεύτερο νικητή, τον Γ. Βασιλάκο που ήταν και το φαβορί. Η κατηγορία δεν αποδείχθηκε ποτέ, ωστόσο υπήρχαν κάποια αμείλικτα δεδομένα. Σε αντίθεση με μια σειρά άλλων Ελλήνων Ολυμπιονικών του 1896, ο Λούης δεν είχε κερδίσει ποτέ πριν σε οποιονδήποτε αγώνα, αλλά ούτε κέρδισε σε κάποιον επόμενο αγώνα, έστω σε εθνικό επίπεδο. Στους προκριματικούς για την ανάδειξη των Ελλήνων αθλητών που θα συμμετείχαν στην Ολυμπιάδα είχε αποκλειστεί, καθώς είχε κάνει το 17ο χρόνο, ωστόσο τελικά συμμετείχε στον αγώνα χάρη στο μέσο που διέθετε: επικεφαλής των κριτών-αφετών ήταν ο διοικητής του στο στρατό ο ταγματάρχης Γ. Παπαδιαμαντόπουλος. 

Ο τρίτος νικητής του μαραθώνιου της Αθήνας, ο Μπελόκας, αποδείχθηκε ότι ανέβηκε σε άμαξα και ακυρώθηκε. Ο ίδιος ο Λούης ήταν όμως κατ’ επάγγελμα αμαξάς και αγωγιάτης (ανέβαζε τους τουρίστες της Αθήνας από το Μαρούσι στην Πεντέλη με το γαϊδουράκι του, ενώ μετέφερε και νερό στην πόλη με άμαξα). Εν πάση περιπτώσει, ο Λούης ήταν ένας από τους ελάχιστους πρώτους Ολυμπιονίκες του 1896 -ίσως ο μοναδικός- που δεν ανήκε στην άρχουσα τάξη. Η συντριπτική πλειονότητα των υπόλοιπων Ελλήνων νικητών ήταν γόνοι καλών οικογενειών και υπήρξαν μετέπειτα βουλευτές, διπλωμάτες, στρατηγοί, επιχειρηματίες, χρηματιστές, μεγαλοδικηγόροι, πολιτικοί μηχανικοί και καθηγητές πανεπιστημίων. Μόνον ένας από αυτούς βρέθηκε κάποια στιγμή με την Αριστερά (ο Παντελής Καρασεβδάς που συμμετείχε στη Βουλή της ΠΕΕΑ το 1944 ως εκπρόσωπος των φιλελεύθερων σοσιαλιστών). Επειδή ο Λούης δεν ανήκε στην άρχουσα τάξη, αυτή του φέρθηκε ανάλογα.

 Μετά τη νίκη του τον «φιλοδώρησε» διορίζοντάς τον αγροφύλακα στο Μαρούσι, ωστόσο ο πενιχρός μισθός και άλλες ατυχίες δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν την επιβίωση του ίδιου, της άρρωστης συζύγου του και των τριών παιδιών του. Μάλιστα ο Λούης το 1926 συνελήφθη και έμεινε έγκλειστος σε φυλακή για μεγάλο χρονικό διάστημα κατηγορούμενος για πλαστογραφία και παράνομη αποδοχή χρημάτων, όμως τελικά αθωώθηκε έπειτα από κατακραυγή που ξεσήκωσε μερίδα του Τύπου. Το ελληνικό κράτος ξαναθυμήθηκε τον Λούη όταν τον ξαναχρειάστηκε, αναθέτοντάς του να γράψει μια «μαύρη» σελίδα στην ιστορία της χώρας. Το 1936 τον έστειλε στην Ολυμπιάδα του Βερολίνου για να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην τελετή έναρξης. 

Ο Λούης μπήκε στο κατάμεστο στάδιο συμβάλλοντας στην κορύφωση της ναζιστικής φιέστας: φορώντας τη στολή του εύζωνα, παρέδωσε στον Χίτλερ ένα κλαδί ελιάς από την Ολυμπία και στη συνέχεια παρακολούθησε τους αγώνες από το θεωρείο των επισήμων. Κατά τη διάρκεια των αγώνων τιμήθηκε επανειλημμένως από το ναζιστικό καθεστώς ως «εκπρόσωπος της χώρας που κληροδότησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο σύγχρονο κόμο». Τον έλληνα δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος έστειλε το Λούη στο Βερολίνο για να τιμήσει τον Χίτλερ, δεν τον πείραζε καθόλου που το 1936 οι Εβραίοι αθλητές της Γερμανίας ήταν ήδη υπό διωγμό. Ανάμεσά τους ήταν και ο Αλφρεντ Φλάτοφ, πρώτος Ολυμπιονίκης το 1896 στην Αθήνα στο δίζυγο και δεύτερος στο μονόζυγο. Ο Φλάτοφ φυλακίστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, βασανίστηκε και δολοφονήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου του 1942.