3 Ιανουαρίου 2011

Κ. Κούνεβα: «Βρισκόμαστε σε πόλεμο»


Η Κωνσταντίνα Κούνεβα με τη μητέρα της
Χωρίς αναφορές στον Τύπο, χωρίς πορείες και συγκεντρώσεις, έκλεισαν δύο χρόνια στις 22 Δεκέμβρη απ’ την επίθεση με καυστικό οξύ στην Κωνσταντίνα Κούνεβα. Ίσως, γιατί «βρισκόμαστε σε πόλεμο», όπως σημείωσε η συνδικαλίστρια μιλώντας στο tvxs. Ή ίσως, γιατί «είναι πάρα πολλοί αυτοί που αγωνίζονται σαν και μένα», όπως ανέφερε απεκδυόμενη το ρόλο του μοναδικού συμβόλου.
Συνέντευξη στην Κατερίνα Κιτίδη στο tvxs.gr
Η συζήτηση με την Κωνσταντίνα ελάχιστα περιστράφηκε γύρω απ’ την κατάστασή της, παρόλο που αυτή παραμένει επισφαλής. Η υγεία της εξακολουθεί να είναι ευάλωτη: γι’ ακόμα δύο χρόνια πρέπει να κάνει εγχειρήσεις. Οι δράστες της επίθεσης κυκλοφορούν ελεύθεροι και η αναζήτησή τους συνεχίζεται: πρόσφατα ο φάκελος για την επίθεση εναντίον της συνενώθηκε με το φάκελο της ξεχωριστής έρευνας για τις εργασιακές συνθήκες στις εταιρείες καθαρισμού. Μαζί με τη μητέρα και το γιο της μένει σε σπίτι που της παραχώρησε το κράτος, όμως το μέλλον της διαγράφεται αβέβαιο, καθώς η σύνταξή της δεν έχει ακόμα ρυθμιστεί. Όταν συμβεί αυτό, ίσως να πάρει 400 ευρώ για την αναπηρία και το ανήλικο παιδί της. Ο τρόπος που το σχολιάζει είναι λιτός: «Η πολιτεία πρέπει να ρυθμίσει νόμους για να προστατεύει τους συνδικαλιστές των πρωτοβάθμιων σωματείων», αναφέρει ως πρόεδρος, σήμερα, του σωματείου της ΠΕΚΟΠ.

Οι εργασιακές συνθήκες, η συμπεριφορά των εργοδοτών, η επικείμενη φτώχεια κι η επερχόμενη αντίδραση του κόσμου είναι αυτά που κάνουν χείμαρρο το λόγο της. Βασική έννοια στη σκέψη της, η αλληλεγγύη. «Στο νοσοκομείο», λέει, «πιο πολύ με βοήθησε η αλληλεγγύη της κοινωνίας. Γι’ αυτό άντεξα –και χάρη στους γιατρούς που υπήρχαν γύρω μου και τους νοσηλευτές. Μου μίλαγαν για τη συμπαράσταση του κόσμου, αλλά ως υποστήριξη προς εμένα δεν το κατάλαβα, μέχρι λίγους μήνες αργότερα, όταν κατάφερα να ζήσω. Άκουγα, όμως, κι έλεγα μέσα μου ότι είναι πολύ καλό αυτό, για εκείνους που το κάνουν εκεί έξω. Στην αρχή, χαιρόμουν μόνο για εκείνους: που συναντιόνταν με αλληλεγγύη και γνωρίζονταν μεταξύ τους. Που είχε μαζευτεί ένα πλήθος ανθρώπων που έχουν τα ίδια προβλήματα και δεν φοβούνται να εκφραστούν.Χαιρόμουν που το κύμα είχε ξεκινήσει».
Η επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα και η ανάγκη να «εκπαιδεύσουμε τους εργοδότες»
Στη σημερινή ζωή στις πόλεις, η Κωνσταντίνα διακρίνει έλλειψη αλληλεγγύης. Αυτή εντείνεται, όπως αναφέρει, από τη φτώχεια την οποία προκαλεί η επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα. «Χρειαστήκαμε 100 χρόνια για να αποκτήσουμε αυτά τα δικαιώματα κι ελάχιστα για να τα καταστρέψουν», σημειώνει επισημαίνοντας την κωλυσιεργία του κράτους ιδιαίτερα στην προστασία των μεταναστών εργατών: «Είναι πολύ λίγοι αυτοί που δεν δουλεύουν, αλλά ακόμη λιγότεροι αυτοί που έχουν ένσημα. Αν, όμως, ένας μετανάστης εργαζόμενος κάνει μια υπεύθυνη δήλωση ότι ‘από τότε δουλεύω εκεί και δεν μου κολλάνε ένσημα’, δεν παίρνουν με τίποτα αυτή τη δήλωση να ελέγξουν τον εργοδότη. Μια τέτοια κίνηση θα είχε διπλό όφελος, καθώς θα αύξανε και τις εισφορές στα ταμεία».
Οι εργοδότες, σημειώνει η Κωνσταντίνα, προκαλούν μίσος και θυμό με τις πράξεις τους. Θεωρητικά, το κίνητρό τους δεν θα έπρεπε να είναι εγωιστικό -θα 'πρεπε να σκέφτονται το κοινωνικό όφελος- ενώ σωστό θα ήταν να έχουν μεγαλύτερη εκπαίδευση και εμπειρία από το μέσο πολίτη. Ωστόσο, εκείνοι ξεκινούν την επιχείρηση χωρίς να γνωρίζουν τη νομοθεσία και χωρίς να έχουν εκπαιδευτεί πάνω στο αντικείμενο της δουλειάς τους. «Καμιά φορά σκέφτομαι ότι πρέπει να εκπαιδεύσουν τους εργοδότες, όπως εκπαιδεύουν εμάς για να προστατεύουμε τον εαυτό μας στην εργασία», λέει γελώντας.


«Η συμμετοχή στις διαδηλώσεις σημαίνει ότι ‘δεν παραδίνομαι’»

«Είμαστε σε κατάσταση πολέμου. Τώρα τι ονομασία θα έχει ο πόλεμος θα μας το πει η ιστορία. Δεν είναι κρίση αυτό, προσπαθούν να μας καταστρέψουν», προσθέτει αμέσως μετά, υπογραμμίζοντας πως η ίδια υποστηρίζει τις διαδηλώσεις: «Εύχομαι να συμμετέχει περισσότερος κόσμος, γιατί αυτό σημαίνει ότι δεν παραδίνομαι. Θέλω να φτιάξω τη ζωή μου και δεν θα μου πει κανείς άλλος πώς να ζω [...] Όταν πήγα στις διαδηλώσεις την προηγούμενη εβδομάδα (σ.σ. στις 15 Δεκεμβρίου) συνάντησα πολλές μητέρες με τα παιδιά τους. Και πόνεσα, όταν είδα πόσα δακρυγόνα είχε, γιατί ήταν μια ειρηνική διαδήλωση. Παρόλο που ήμουνα πολύ μακριά και τα μύρισα πολύ λίγο, με έτσουζαν συνέχεια για μιάμιση μέρα. Φαντάζεστε πόσο καταστροφικό είναι για την υγεία των παιδιών; Δεν μπορούν να καταλάβουν πως δεν χρειάζονται δακρυγόνα;»
Στις διαδηλώσεις, η Κωνσταντίνα αποκηρύσσει τις καταστροφές: «Αφού εμείς τα έχουμε δημιουργήσει, γιατί να τα καταστρέψουμε; Πονάω απ’ την καταστροφή που επικρατεί, και έξω και μέσα στους ανθρώπους. Είναι σαν να κάνεις ένα παιδάκι, να του δίνεις παιδεία και μόρφωση, να το παραδίδεις στην κοινωνία και να βλέπεις μετά ότι δεν είναι το παιδί σου. Εσύ του έμαθες άλλα πράγματα και αυτό άλλα κάνει. Νιώθω σαν να μου καταστρέφουν το παιδί. Γιατί, τα λεφτά αυτά είναι από εμάς, τους εργαζόμενους. Δεν πρέπει να δίνουμε δύο φορές χρήματα για το ίδιο πράγμα».
Αστυνομία και πολιτικοί
Για τις ενέργειες της αστυνομίας η θέση της Κωνσταντίνας είναι σαφής: «Αν θεωρήσουμε ότι η αστυνομία είναι μια υπηρεσία που προστατεύει τον πολίτη, κάτι δεν πάει καλά με το σκεπτικό, καθώς επιτίθεται εναντίον του. Το οποίο σημαίνει ότι η αστυνομία κάποιο συμφέρον εξυπηρετεί, ενώ το γεγονός της επίθεσης είναι απόδειξη αδυναμίας. Από την άλλη, ο αστυνομικός είναι εργαζόμενος. Και ο μισθός του κόβεται, και αντιμετωπίζει αντίστοιχα προβλήματα με όλους... Όμως δεν είναι εύκολο να πας να σκοτώσεις άνθρωπο, να πας να σηκώσεις χέρι σε έναν άνθρωπο που περνάει ειρηνικά δίπλα σου. Και προσπαθώ να καταλάβω πώς ακριβώς αισθάνονται... Είναι μια επιλογή δικιά τους, βέβαια, λόγω της φτώχειας, της έλλειψης παιδείας σε κάποιους. Αν και, απ’ όσο καταλαβαίνω, κάποιοι από αυτούς έχουν πτυχία και επειδή στον ιδιωτικό τομέα δεν ήταν ποτέ ασφαλής η δουλειά τους, έφυγαν λέγοντας ‘τουλάχιστον να έχω τα ένσημα, να έχω τη σύνταξη’».
Στη δική της περίπτωση, πάντως, καταγγέλλει ότι η αστυνομία άργησε πολύ να ασχοληθεί. «Την πρώτη εβδομάδα υπήρχε πολύ λίγο ενδιαφέρον. Το θεωρούσαν οικογενειακό πρόβλημα και δεν ασχολήθηκαν. Αλλά και να είναι οικογενειακό, η αστυνομία είναι για όλες τις περιπτώσεις. Και αυτό σημαίνει ότι δεν ξέρουν τη δουλειά τους».
Εξίσου επικριτική είναι με τους πολιτικούς, σχολιάζοντας τις προτάσεις που της έγιναν για συμμετοχή σε ψηφοδέλτια, όσο ήταν ακόμη στο νοσοκομείο: «Αφού με έβλεπαν. Εγώ δεν μπορούσα τότε να μιλήσω.Έστω ότι με ψήφιζαν κάπου, πώς θα με βοηθούσαν; Να αντέξω τον πόνο και τα προβλήματα υγείας μου; Αδύνατον».


«Να είμαστε όλοι σύμβολο για τα παιδιά μας»

«Το πρώτο που θέλω είναι να γίνω καλά και να τελειώσω τις θεραπείες, για να διορθώσω αυτά που μου έκαναν» απαντά η Κωνσταντίνα Κούνεβα όταν τι ρωτάω τι σκέπτεται για το μέλλον. «Προσπαθώ αυτό να μην επηρεάζει πάρα πολύ τον γιο μου. Και από εκεί και πέρα, όπου μπορώ να βοηθήσω, να το κάνω. Τώρα, μπορεί να περιμένετε περισσότερα από μένα, όμως η κατάστασή μου δεν μου επιτρέπει ακόμη πολλά [...] Εξάλλου, δεν είμαι μόνο εγώ. Πάρα πολλοί άνθρωποι αγωνίζονται και προσπαθούν αυτά που προσπαθήσαμε με το σωματείο. Και όλοι πρέπει να είμαστε ένα σύμβολο για τα παιδιά μας».


Υστερόγραφο
«Αυτό, αν μπορείς, να το βάλεις κάπου!» μου λέει χαμογελώντας η Κωνσταντίνα λίγο πριν απ’ το τέλος της συνέντευξης. Αναφέρεται σ’ ένα κομμάτι της συνομιλίας μας σχετικά με την άδεια μητρότητας, που δεν αρκεί για να μεγαλώσει σωστά ένα βρέφος. «Όταν ήρθα στην Ελλάδα κι έμαθα ότι η γυναίκα δυο-τρεις μήνες μετά τη γέννα πρέπει να πάει να δουλέψει, νόμιζα ότι με κοροϊδεύουν. Μεγαλύτερη βία από αυτή δεν υπάρχει για μια μητέρα. Το παιδί χρειάζεται δύο-τρία χρόνια να κάτσει με τη μητέρα του, για να είναι υγιές, να μάθει να μιλάει, να σκέφτεται, να τρώει, να ντύνεται. Η αρκούδα, που είναι ζώο, κάθεται με το παιδί της ένα χρόνο. Κι εμείς με το ζόρι βάζουμε τη μητέρα να παρατήσει το παιδί της...» προσθέτει και κλείνει τη συνομιλία μας με μια ευχή για το νέο έτος: «Να καταλάβουν όλοι ότι "κοινός νους" είναι η "απουσία του εγώ": η ένωση της αρετής, της συμπόνοιας και της καλοσύνης που πηγάζουν από την αγάπη».