Του Παντελή Μπουκάλα - "Καθημερινή"
Ναι. Το τείχος υπήρχε ήδη. Μεγάλο και υψηλό. Αόρατο, αλλά όχι και λιγότερο πραγματικό από το τείχος των δωδεκάμισι χιλιομέτρων που σχεδιάζει να υψώσει η κυβέρνηση στον Εβρο, με τις θερμικές του κάμερες και τα συρματοπλέγματά του, ευτυχώς όχι ηλεκτροφόρα, τουλάχιστον προς το παρόν. Υπήρχε πρώτα πρώτα στον ίδιο τον Εβρο, στα σύνορα με την Τουρκία. Κι είχε τη μορφή που έχουν οι νάρκες, για την απομάκρυνση των οποίων η Ελλάδα είχε υπογράψει τις σχετικές διεθνείς συμφωνίες, χωρίς αυτό να την οδηγήσει και στην άμεση υλοποίησή τους, ώστε να μειωθεί το έργο του κρυμμένου θανάτου. Υπήρχε ήδη τείχος, στα σύνορα επίσης, με τη μορφή σφαιρών που είχαν την τάση, φεύγοντας από το όπλο συνοριοφυλάκων και αστυνομικών, να εποστρακίζονται σε βράχους ή δέντρα και να βρίσκουν στον κρόταφο ή στην πλάτη μετανάστες.
Και υπήρχε και στις πόλεις το τείχος, στην πρωτεύουσα αλλά και σε όλες της μικρές Αθήνες της χώρας. Εκεί εμφανιζόταν με ποικίλες μορφές, πρωτεϊκό. Σαν φράχτης της γραφειοκρατίας λ.χ., η οποία, τηρώντας σεβαστικά τις εντολές της πολιτείας, χορηγούσε πολιτικό άσυλο σε ποσοστό ελάχιστα υψηλότερο του 0,0%, όπως άλλωστε παραδέχτηκε πρόσφατα ο κ. Παπουτσής· αδιάφορη για την οξύτητα των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι φυγάδες του Ιράκ, του Αφγανιστάν κι όποιας άλλης χώρας ταλανίζεται από τον πόλεμο, τον λιμό και την ανελευθερία, αδιάφορη και για τα πειστήρια της πολιτικής δίωξής τους που κατέθεταν οι ικέτες, τους έπνιγε με τον βρόχο της αναλγησίας της.
Υπήρχε επίσης ο φράχτης του κυνισμού και της ωμότητας, πάνω στον οποίο έπεφταν όσοι μετανάστες είχαν μεν επίσημα χαρτιά, άδεια παραμονής κτλ., όμως τα έχαναν όταν τύχαινε να πέσουν, προς έλεγχο, στα χέρια σαδιστών φυλάκων του νόμου· τους τα έσχιζαν τα χαρτιά τους, ακόμα και μέσα σε αστυνομικά τμήματα, μ’ ένα γέλιο να συνοδεύει την κακοήθειά τους και να παροξύνει την απελπισία όσων νομίμων ξαναβρίσκονταν έκθετοι εκτός νομιμότητας. Και έτρεχαν τότε, ακόμα τρέχουν, με όποια χρήματα διαθέτουν, σε δικολάβους και λοιπούς επιτήδειους μεσάζοντες, που έχουν χτίσει το δικό τους τείχος, της αιχροκέρδειας εις βάρος πεινώντων και αδικουμένων.
Αλλά αυτό το τείχος της άγριας κερδοσκοπίας διέτρεχε όλη τη χώρα, και συνεχίζει να υψώνεται. Δούλευες τον αφέντη μαύρα κι ανασφάλιστα, από ήλιο σε ήλιο, σε νησιά και βουνά, σε κοπάδια και οικοδομές, κι αυτός, την ώρα της κακοπληρωμής, για να γλιτώσει τα έξοδα σε κατέδιδε σαν λαθραίο· σε έπιαναν τότε και σε «επαναπροωθούσαν», όταν το τείχος έπαιρνε μορφή τροχήλατη, κινούμενη, της κλούβας, με την οποία ολοκληρωνόταν η «επιχείρηση σκούπα», η μια μετά την άλλη. Σαν «λογικά» μάς παράσταιναν όλα αυτά τα τείχη. Σαν «λογικό και αναγκαίο» παρασταίνουν και το σχεδιαζόμενο. Πού η έκπληξη λοιπόν;