18 Αυγούστου 2009

Bayamo Granma 08/08/09 Σάββατο


Το πρωί, αφού φάγαμε το αμερικάνικο πρωινό μας, αυγά τηγανητά με λουκάνικα και κάτι σαν μπέικον, ένα ωραίο αλλαντικό και πιο χοντροκομμένο, είχαμε μια κουβέντα με τον Señor Jerry, τον σπιτονοικοκύρη μας, αρκετά ενδιαφέρουσα, επί φορολογικών θεμάτων. Μας εξήγησε ότι η φορολογία στα casas particulares είναι περίπου 260 πέσος το μήνα, έχεις δεν έχεις πελάτες. Επιτρέπεται μέχρι 2 δωμάτια το κάθε σπίτι. Η φορολογία αυτή είναι πολύ υψηλή, γιατί τον Οκτώβριο & τον Νοέμβριο, καθώς και τον Μάιο & τον  Ιούνιο δεν έχουν καθόλου δουλειά. Τον Ιούλιο ψιλοέχουν, όπως και τον Σεπτέμβριο. Οι καλοί μήνες είναι Δεκέμβριος έτσι κι έτσι, Ιανουάριος, Φεβρουάριος και Μάρτιος οκ. και μετά Αύγουστος και Σεπτέμβριος οκ. Στα paladar (ιδιωτικά εστιατόρια σε σπίτια) επιτρέπουν μέχρι 3 τραπέζια, αλλά εκεί ο φόρος είναι φθηνότερος. ΄Εχει 2 κόρες, με την γυναίκα του έχει χωρίσει ή έχει πεθάνει δεν καταλάβαμε καλά, και έχει και μια εγγονή. Στα διαζύγια έχουν μεγάλο ποσοστό, περίπου 70%. Τα σπίτια κληρονομούνται και ότι έχει αποκτηθεί μετά το γάμο το χωρίζουν. Αν κάποιος από τους 2 έχει κληρονομήσει σπίτι από την οικογένειά του, παραμένει δικό του και υπάρχει διατροφή για τα παιδιά. Προσπαθήσαμε και εμείς, κουτσά στραβά, να του πούμε για την φορολογία στα δικά μας δωμάτια. Δεν ξέρω τι κατάλαβε. Επίσης στις άδειες οικοδομής, για να χτίσει κάποιος δικό του σπίτι έχει μεγάλη γραφειοκρατία, έως και 2 χρόνια και πρέπει να έχει αποδείξεις, ότι αγόρασε τα υλικά.


Μετά φύγαμε, γιατί έπρεπε να κανονίσουμε την εκδρομή στην Sierra Maestra, εκεί που έδρασε ο Castro και ήταν και το αρχηγείο του. Τελικά το Bayamo είναι πολύ όμορφη πόλη. Οι τουρίστες είναι σχεδόν ελάχιστοι, σε σχέση με άλλα μέρη. Οι jineteros εδώ είναι τόσο διακριτικοί, που είναι σχεδόν ανύπαρκτοι. Και τι jineteros δηλ. μόνο ένας ηλικιωμένος, που μας μίλησε όπως θα μιλούσαμε και μείς στους ξένους, ήταν καθηγητής αγγλικών, τώρα συνταξιούχος και ζήτησε ένα στυλό. Εμείς του δώσαμε 25 λεπτά του convertible, δηλ. 5 εθνικά πέσος. Και κάποιοι νεαροί που πρόσφεραν στον Βαγγέλη παγωτό χύμα μέσα σε κουβά, στο δρόμο και που το έφαγε με τα χέρια.

Τελικά τα τουριστικά γραφεία της Habana Tour και της Cubanacan ήταν κλειστά, λόγω του καρναβαλιού και επειδή ήταν Σαββατοκύριακο, θα ξαναδούλευαν την Δευτέρα. Κρίμα, γιατί εμείς την Δευτέρα φεύγουμε και έτσι μάλλον την χάσαμε την Sierra Maestra. Δεν πειράζει όμως την άλλη φορά. Έχουμε αφήσει μερικές εκκρεμότητες για να ξανάρθουμε.
 Μετά πήγαμε στο Casa de la trova. Ένα πολύ ωραίο μαγαζί, με αίθριο, τραπεζάκια και ζωντανή μουσική. Παραγγέλνουμε το περίφημο κοκτέιλ Bayamo, όπου είναι χυμοί φρούτων με ρούμι, αν θέλεις και που στο βάζει ξεχωριστά μπροστά σου. Έχει ένα υπέροχο πορτοκαλοκόκκινο χρώμα. Ο κύριος που είναι εκεί και είναι ξεναγός, γύρω στα 40, ίσως και 35 και είναι με κάποιο γκρουπ Γάλλων, μας εξηγεί ότι τα casas de la trova, υπάρχουν σε κάθε πόλη της Κούβας, είναι κρατικές επιχειρήσεις, που έχουν ζωντανά συγκροτήματα και παίζουν κουβανέζικη μουσική «παραδοσιακή», για να την γνωρίζει ο κόσμος. Αφού ακούσαμε το πραγματικά καλό συγκρότημα, είχαμε και μ’ αυτόν μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα.

 Κατ’ αρχήν μας ζήτησε ο ίδιος να κάτσει μαζί μας για να μιλήσουμε, γιατί δεν συναντά πολλούς έλληνες. Ενθουσιάστηκε που ήμασταν μόνοι μας και όχι με γκρουπ, γιατί έτσι ανακαλύπτουμε καλύτερα την χώρα. Οι περισσότεροι τουρίστες έρχονται με γκρουπ. Του είπαμε ότι μας φαίνεται πως στο Bayamo είναι πιο καλά τα πράγματα, ζει πιο καλά ο κόσμος και άρχισε να μας μιλάει. Στην χώρα παντού είναι το ίδιο. Το καθεστώς είναι σοσιαλιστικό. Οι επιχειρήσεις είναι όλες κρατικές. Η πρόσβαση σε εκπαίδευση και γιατρούς είναι παντού η ίδια.


Απλώς στην επαρχία υπάρχει πιο εύκολη πρόσβαση σε αγροτικά αγαθά και μπορούν οικονομικά να τ’ αγοράσουν πιο εύκολα, γιατί είναι λιγότερος ο κόσμος και έτσι δεν υπάρχει μεγάλη έλλειψη όπως στα αστικά κέντρα. Το γάλα π.χ. είναι δυσεύρετο παντού. Αυτή τη στιγμή η Κουβανέζικη κοινωνία είναι χωρισμένη σε 4 κατηγορίες. Το κρίνω μόνο από κοινωνική πλευρά και όχι από πολιτική ή οικονομική. Μια κατηγορία είναι οι παλιοί, που έζησαν την επανάσταση και προσπαθούν να κρατήσουν την κατάσταση όπως είναι, αρνούμενοι να δουν ότι υπάρχει μια νέα πραγματικότητα. Μια άλλη κατηγορία είναι οι γιατροί, οι δάσκαλοι κλπ, που πληρώνονται λιγότερο από έναν μπάρμαν π.χ. και δεν έχουν καμία άλλη πρόσβαση πουθενά, μόνο τον μισθό στο τέλος του μήνα, που είναι 500 εθνικά πέσος (20 δολάρια) και δεν βγαίνουν με τίποτα. Αυτοί φεύγουν, εμείς τους διώχνουμε δηλ., γιατί δεν μπορούμε να τους πληρώσουμε ότι αξίζουν. Μια τρίτη κατηγορία είναι οι εργάτες, τους οποίους τους ονομάζουν το συγχυσμένο κομμάτι, που ταλαντεύεται και δεν έχει αποφασίσει ακόμα που θα πάει και η ελίτ που είναι αυτοί που έχουν συγγενείς σε άλλες χώρες και έτσι έχουν λεφτά, ζουν καλύτερα («πλούσιους» τους είχε χαρακτηρίσει το παιδί με το ποδήλατο στο Santiago).

Μεταξύ αυτών των κομματιών γίνεται πάλη, ποιος θα επικρατήσει. Και όσο πεθαίνουν οι παλιοί, θα έρθει κάποια στιγμή που οι νέοι θα είναι πιο αποφασισμένοι για αλλαγές και τελικά αυτές θα γίνουν.
Ο ίδιος είπε ότι είναι από αυτούς που θέλουν την αλλαγή, γιατί τελικά οι Κουβανοί που φεύγουν, φεύγουν γιατί αναγκάζονται να φύγουν και όχι γιατί το θέλουν. Και ο ίδιος ο Raul είπε στην ομιλία του στις 26 Ιουλίου, ότι δεν αρκεί μόνο να λέμε Cuba libre ή Viva la revolucion, ή να κάνουμε κριτική στον καπιταλισμό, όταν εμείς οι ίδιοι εδώ, έχουμε να λύσουμε πολύ σοβαρά προβλήματα, όπως το ότι όλοι θέλουν να σπουδάσουν γιατροί ή δάσκαλοι ή μηχανικοί για να πάνε στα αστικά κέντρα και προσπαθεί τώρα ο ίδιος να εστιάσει το ενδιαφέρον στην αγροτική οικονομία. Διότι εκεί υπάρχει πρόβλημα. Το κράτος δίνει ένα κομμάτι γης για καλλιέργεια. Οι αγρότες κάνουν συνεταιρισμούς, empresas(εταιρίες) τους λένε αυτοί, και λέει στην κάθε εταιρεία τι να καλλιεργήσει. Από την σοδειά, ένα μικρό μέρος σε είδος το κρατάει το κράτος σαν φόρο, το 40% τους επιτρέπει να το ανταλλάξουν με άλλες εταιρίες, που καλλιέργησαν άλλο είδος και να το πουλήσουν. Την υπόλοιπη σοδειά την παίρνει το κράτος και οι αγρότες παίρνουν μισθό. Αυτό το 40% που έχουν ανταλλάξει, το πουλάνε πάλι στο κράτος, αφού τα σούπερ μάρκετ και τα μαγαζιά που μπορούν να πουλήσουν είναι πάλι κρατικά και οι τιμές επίσης καθορίζονται από το κράτος. Έτσι αυτό δεν είναι μεγάλη βοήθεια, γιατί είναι περίπου μία ή άλλη. Επίσης, επειδή το κράτος δεν μπορεί να τα παρέχει, αναγκάζονται και αγοράζουν οι ίδιοι εργαλεία, όπως τις ματσέτες (είδος μαχαιριού, σαν σπαθί), τις τσάπες, ακόμα και τον σπόρο της καλλιέργειας πολλές φορές και έτσι τελευταία υπάρχει η αντίληψη ότι, δεν με πληρώνεις και έτσι δεν παράγω. Βέβαια, ούτε οι ίδιοι θέλουν τον καπιταλισμό, αλλά αλλαγές πρέπει να γίνουν, όπως π.χ. στην Κίνα, όπου έχουν το κομμουνιστικό καθεστώς, αλλά έχουν καταφέρει να συμβαδίσουν και με την παγκόσμια οικονομία. Το σοσιαλιστικό καθεστώς δεν είναι παραγωγικό, γιατί δεν υπάρχει ο ανταγωνισμός, άρα ούτε και η ποιότητα, ούτε και τα προϊόντα, όμως με τον τουρισμό, ο κόσμος είδε τι υπάρχει στον έξω κόσμο και θέλει πράγματα. Μόνοι μας τελικά απομονωθήκαμε, δεν μας απομόνωσαν οι άλλοι. Οι πολιτικοί, εννοώντας προφανώς το Κόμμα, τσακώνονται μεταξύ τους πολύ, για το πώς να κρατήσουν αυτή την κατάσταση.

Επίσης δεν έχουν πρόσβαση στην πληροφορία. Οι εφημερίδες είναι μόνο Κουβανικές, δεν έχουν ξένο τύπο, στην τηλεόραση πιάνουν 4 κανάλια, αλλά και αυτοί που έχουν δορυφορικά δεν μπορούν να δουν π.χ. CNN ή BBC και άλλα κανάλια. Το Internet απαγορεύεται και γενικά η πληροφορία φιλτράρεται πριν δοθεί. Βέβαια, εμείς βρήκαμε μαγαζιά, σαν Internet Caféé, όπου είχαν υπολογιστές και αγόραζες κάρτα, για να μπεις στο Internet. Όπως και σε κάποια από τα σπίτια που μείναμε και είχαν υπολογιστές και e-mail, κανονικά.
Σε σχέση μάλιστα με την πληροφορία ανέφερε ότι ο Castro τελικά είχε λογοκρισία, ότι οι ίδιοι φοβούνται να κάνουν κριτική στο καθεστώς, ακόμα και μεταξύ τους. Καμιά φορά μιλούν μόνο με τα μάτια ή προτιμούν να σιωπούν, γιατί όλα, η δουλειά τους, τα πάντα εξαρτώνται από το κράτος, αφού όλα είναι κρατικά.
Δεν μπορούμε αναρωτήθηκε να πάρουμε τα καλά του καπιταλισμού και να τα εφαρμόσουμε εδώ; Γιατί ούτε και μείς θέλουμε τον καπιταλισμό. Σε σχέση με τους μισθούς η πυραμίδα είναι ανάποδα. Οι γιατροί, δάσκαλοι, μηχανικοί, δικηγόροι παίρνουν λιγότερα λεφτά από έναν μπάρμαν.
Δύο δεκαετίες τώρα ζουν με τα 2 νομίσματα και αυτό δεν είναι καλό. Πρέπει να υπάρξει ένα νόμισμα και οι παλιοί αρνούνται να δουν μια πραγματικότητα, που ήδη υπάρχει στην χώρα. Αν αυτό το συνδυάσεις και με αυτό που μας είχε πει κάποιος άλλος, ότι στην Κούβα, μπορείς να τα βρεις όλα, ακόμα και αυτά που απαγορεύονται, μπορείς να δεις την πάλη που γίνεται και σε πολιτικό και σε κοινωνικό επίπεδο. Διότι ενώ εμείς λέμε ότι πρέπει να συγκρίνουμε την Κούβα με την υπόλοιπη Λατινική Αμερική, οι ίδιοι συγκρίνουν την χώρα τους με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, εξαιτίας και του υψηλού μορφωτικού τους επιπέδου, αλλά και του τουρισμού.
………………………………

Στο πανηγύρι το βράδυ ήταν το ίδιο σκηνικό. Η μυρωδιά από την μπύρα και το ρούμι, ανάκατη με τον ιδρώτα και το κάτουρο και ολόγυρα όλος ο κόσμος να χορεύει και να διασκεδάζει. Αυτοί που πέφτουν ξεροί από το ποτό, δεν λείπουν. Πίνουν πάρα πολλοί και ξεκινάνε από το πρωί. Είναι βλέπεις Σαββατοκύριακο και το καρναβάλι είναι όλη την μέρα και όλη την νύχτα. Εμείς φαινόμαστε σαν την μύγα μες το γάλα, καθότι τουρίστες, αλλά γενικά δεν μας δίνουν και πολύ σημασία. Μόνο μας κοιτούν με περιέργεια. Πάντως τώρα σ’ αυτό το ταξίδι έχω την αίσθηση, ότι έρχομαι πολύ περισσότερο σ’ επαφή με την χώρα και όχι με τ’ αξιοθέατά της, αλλά κυρίως με τον κόσμο της. Ίσως βοηθάει περισσότερο που κάπως χρησιμοποιούμε την γλώσσα και έτσι αφηνόμαστε περισσότερο στην επαφή μαζί τους. Οι ίδιοι θέλουν πάρα πολύ να σου μιλούν και να σε συναναστρέφονται. Το βλέμμα εδώ των ανθρώπων είναι πιο καθαρό, ίσως γιατί ο τουρισμός εδώ είναι πιο λίγος. Η πλειοψηφία πάντως αυτών που συναντήσαμε είχε καθαρό βλέμμα, ακόμα και των jineteros και είναι ειλικρινείς σε ότι κι αν κάνουν και ότι κι αν σου λένε.