Μετά το πρωινό, πήγαμε να κλείσουμε τα εισιτήρια για την Santa Clara, που είναι ο επόμενος σταθμός μας και το Cienfuegos, που θα πάμε αύριο μονοήμερη εκδρομή. Ο Señor Carlos πιστεύει ότι το Cienfuegos είναι η ωραιότερη πόλη της Κούβας, τέλεια ρυμοτομημένη και όμορφη. Κτίστηκε είπε όχι από Κουβανούς, αλλά από Γάλλους, ή όχι για Κουβανούς, αλλά για τους Γάλλους, δεν το κατάλαβα καλά αυτό.
Μετά ζητήσαμε κρατικό ταξί για να πάμε στο Toppes de Collantes, ένα χωριό 1.000 μέτρα υψόμετρο, στα βουνά του Escambrey, όπου εκεί 2 χιλ. μετά ποδαρόδρομο από μονοπάτι, μέσα σε ζούγκλα, φτάνεις στο Salto de Caburní, ένα μέρος όπου πέφτουν καταρράκτες και σχηματίζεται φυσική λίμνη για να κάνεις μπάνιο.
Όσο απομακρυνόμαστε με το ταξί από το Trinidad και αρχίζουμε ν’ ανηφορίζουμε το βουνό, το τοπίο σε συνεπαίρνει. Ειδικά όταν σκέφτεσαι ότι θα πατήσεις το πόδι σου στο βουνό που έδρασε ο Che, νοιώθεις λίγο περίεργα. Το ταξί, μας άφησε στο σημείο όπου ξεκινάει το μονοπάτι. Είναι κατηφορικό, σε κάποια σημεία του στενό και γλιστερό, με λάσπη. Το κατέβασμα είναι σχετικά εύκολο. Αυτό που δεν υπολογίσαμε ήταν η λάσπη, αφού το προηγούμενο βράδυ είχε βρέξει. Φτάνοντας στην λίμνη, δυστυχώς όλη την λάσπη την είχε κατεβάσει το ποτάμι μέσα σ’ αυτήν. Για μπάνιο ούτε συζήτηση, παρότι όσοι τουρίστες βρίσκονταν εκεί δεν πτοούνταν καθόλου, και έκαναν μπάνιο. Λίγο πιο πάνω είχε ένα πιο δύσκολο και πιο μικρό μονοπάτι, για να φτάσεις εκεί που έπεφτε ο μεγάλος καταρράκτης, από πολύ ψηλά. Πανέμορφο, αλλά μέχρι και ξύλινη σκάλα από κορμούς σκαρφαλώσαμε για να φτάσουμε, η οποία γλίστραγε.
Ξέχασα να σας πω, ότι από κει που αρχίζει το μονοπάτι μέχρι την λίμνη έγραφε 45 λεπτά περπάτημα. Εμείς κάναμε 1 ώρα. Το τοπίο μας αποζημίωσε.
Ο γυρισμός όμως, ο οποίος ήταν ανηφόρα, μας έπεσε ολίγον βαρύς, έως πολύ, θα έλεγα. Βλέπαμε κάποιους όταν κατεβαίναμε, ν’ ανεβαίνουν και τους είχε βγει η γλώσσα, αλλά είπαμε υπερβολές. Τελικά δεν ήταν καθόλου. Στο δρόμο, εκτός από μπάνιο στον ιδρώτα, βρεχόμασταν και από τις πηγές και τα νερά που κουβαλούσαμε. Έτσι, όταν τελικά φτάσαμε πάνω ήμασταν μούσκεμα. Αρκεί να σας πω, ότι ξέβαψε η τσάντα πάνω στην μπλούζα μου. Αφού όμως καταφέραμε αυτό, ενώ είδαμε και πιο νέα παιδιά πιο φτυσμένα από εμάς, είπαμε ότι είμαστε σε πολύ καλή κατάσταση και επιτέλους κάναμε και την ορεινή διαδρομή. Αν το χάναμε και αυτό, όπως χάσαμε και την Sierra Maestra, θα σκάγαμε. Βέβαια, ο Γιώργος δήλωσε ότι δεν ξανακάνει τέτοιο πράγμα. Ο ουρανός ήδη συννεφιάζει, αλλά ευτυχώς την βροχή στο βουνό την γλυτώσαμε. Την φάγαμε όμως καλή στο Trinidad, αλλά δεν πειράζει, γιατί όπως λέει και ο Señor Carlos, eso es normal.
………………
Σήμερα το βράδυ ξεκινήσαμε, όπως και κάθε βράδυ για την Plaza Mayor, παρά τις αστραπές και τους κεραυνούς, που καλά κρατούν στο βάθος του ορίζοντα. Στην πλατεία όλα είναι κανονικά, η μουσική παίζει, ο κόσμος πηγαινοέρχεται με τα mojitos στο χέρι, άλλοι χορεύουν στην πίστα. Εντάξει 2 ώρες μέχρι τις 11.00, μας τη χάρισε και μετά άρχισαν οι πρώτες ψιχάλες. Λες και δόθηκε το σύνθημα, άδειασε όλη η πλατεία και μπήκαμε όλοι κάτω από τα υπόστεγα. Που χωρέσαμε δεν ξέρω. Τελικά η βροχή αποδείχτηκε ψιχάλα και ξαναβγήκαμε όλοι και ξαναγέμισε η πλατεία. Όχι όμως για πολύ, γιατί ξανάρχισε και αυτή τη φορά καλύτερη. Είπαμε να προλάβουμε να πάμε σπίτι πριν πιάσει για τα καλά, αλλά τελικά μπήκαμε κάτω από το υπόστεγο στη βεράντα ενός σπιτιού και περιμέναμε.
Δεν θέλαμε να φύγουμε, αλλά τελικά ίσως να’ ναι και καλύτερα που γυρίσαμε σπίτι από τις 11.30, γιατί αύριο έχουμε μονοήμερη στο Cienfuegos και πρέπει να ξυπνήσουμε από τις 6.00, παρότι η Σύνθια και γω γκρινιάζαμε, ότι φύγαμε πολύ νωρίς, ορίστε σταμάτησε η βροχή και άλλα τέτοια. Κλείνω τώρα γιατί πρέπει να κοιμηθώ. Σηκωμό δεν θα’ χω αύριο.
Παρεμπιπτόντως άρχισαν και οι πρώτες σκέψεις για το πόσο καιρό πρέπει να έρθουμε να μείνουμε στην Κούβα. Ο Βαγγέλης λέει για 1 χρόνο. Αυτός θέλει Santiago, εγώ λέω Trinidad και υποσχέθηκε ότι από το Santiago θα με φέρει για διακοπές στο Trinidad και έτσι συμφωνήσαμε.