26 Αυγούστου 2009

Santiago de Cuba 04/08/2009 Tρίτη

Σήμερα ξεκινήσαμε νωρίς από το σπίτι. Είχαμε ραντεβού με την Carmen στις 11.00 πμ. στην Plaza Céspedes και έπρεπε πρώτα ν’ αλλάξουμε λεφτά και να ψωνίσουμε ρούχα για τον Βαγγέλη. Εκεί τα μαγαζιά έχουν μέσα, από ρούχα και καλλυντικά, μέχρι ποτήρια και γυαλικά , σαπούνια για το πλυντήριο κλπ. Είναι μικρά και λέγονται mercados. Στην είσοδο, όπως και στην έξοδο υπάρχει φύλακας που βάζει μέσα τους πελάτες λίγους-λίγους και ψάχνει τις τσάντες σε Κουβανούς και ξένους και κατά την είσοδο και κατά την έξοδο. Τα δε καλλυντικά, δεν τα παίρνεις μόνος σου, αλλά στέκεσαι στο ταμείο και όταν έρθει η σειρά σου, ζητάς ότι θέλεις. Καλή εμπειρία δε λέω.



Σήμερα θα πάει και ο Fredy στην Αβάνα οικογενειακώς για να παραλάβει τα πράγματα. Το βράδυ μάλλον θα κάνουν πάρτι στο σπίτι.
Συναντηθήκαμε με την Carmen. Μάθαμε αρκετά νέα της. Η ίδια έκανε μια σοβαρή εγχείρηση το χειμώνα και έκατσε 7 μήνες στο νοσοκομείο. Τρείς μέρες ήταν σχεδόν σε κώμα. Συνεχίζει να σπουδάζει οικονομικά. Φυσικά της πήγαμε τα δωράκια της, όπως συνηθίζεται, 1 μπλούζα, 1 μανό, 2 βραχιολάκια και μια σκιά ματιών.
Μας πήγε πάλι σ’ εκείνο το μπαρ στο λιμάνι, που είχαμε πιεί ένα καταπληκτικό mojito. Η ίδια θέλει να φύγει όπως μας είπε και μάλλον προσπαθούσε να μας ψήσει να της κάνουμε πρόσκληση να έρθει στην Ελλάδα, να δουλέψει. Δεν το ζήτησε ευθέως, αλλά η κουβέντα γύριζε γύρω από την Ελλάδα συχνά. Ότι δουλειά να’ ναι. Της εξήγησα κάπως τα πράγματα, για τις συνθήκες για τους μετανάστες στην Ελλάδα, για τις δουλειές που είναι δύσκολες, για το ότι στο εξωτερικό δεν είναι τόσο εύκολα τα πράγματα όσο νομίζει, για το ότι και οι Έλληνες κάνουν 2 δουλειές για να ζήσουν, αλλά δεν ξέρω αν πείστηκε.
Μετά μας πήγε για πούρα και matusalem, μαύρο ρούμι, από τα ωραιότερα που έχω πιεί. Μας έσκισε ολίγον στις τιμές, θα μπορούσαμε να τα πάρουμε και φθηνότερα, αλλά δεν πειράζει, ένεκα του ότι ήταν η jinetera της αρεσκείας μας. Αυτή τη φορά ζήτησε και λεφτά, κάτι που δεν είχε κάνει την προηγούμενη, αλλά βλέπεις τώρα, έπρεπε σε 2 ώρες ν’ αναπληρώσει το κενό των 4 ημερών που θα είχε μεροκάματο, αν μας είχε βρει από την αρχή.
Το ενδιαφέρον ήταν ο καβγάς μεταξύ των jineteros, γιατί ο Roberto την κατηγόρησε ότι μας πήρε από ‘ κείνον. Ο καβγάς στήθηκε στη μέση του δρόμου, στα στενοσόκακα του Santiago. Η Carmen με πέντε negritos!! Ξεσήκωσαν την γειτονιά με τις φωνές τους.
Αφού φιληθήκαμε, χωρίσαμε, γιατί έπρεπε να πάμε την επίσκεψή μας, που ήταν στα περίχωρα του Cementerio Santa Ifigenia. Στις εργατοσυνοικίες του Santiago.

Αποφασίσαμε να πάμε με τα πόδια, όμως μας έπιασε η βροχή. Σταθήκαμε κάτω από την μαρκίζα ενός κτιρίου περιμένοντας να σταματήσει και προσέξαμε μια πλακέτα στον τοίχο, που έγραφε για τον Frank Pais, επαναστατική φυσιογνωμία του Santiago. Όπως διαβάζαμε την πλακέτα φωναχτά στα Ισπανικά, δίπλα καθόταν ένα παλικάρι γύρω στα 30 και μας άκουγε. Φαινόταν εργαζόμενος, και ότι δεν έχει καμιά σχέση με το τουριστικό κομμάτι. Μας ρώτησε αν καταλαβαίνουμε Ισπανικά και άρχισε να μας εξηγεί για τον Frank Pais. Αυτός ηγήθηκε της επανάστασης στην πόλη του Santiago, όταν ο Fidel ήταν στην Sierra Maestra, βοηθώντας, αν καταλάβαμε σωστά, την επανάσταση στην πόλη, με επιθέσεις, σαμποτάζ κλπ. Από την φυσιογνωμία, στις αφίσες και στην πλακέτα φαινόταν φοιτητής και ήταν αυτός, που βοήθησε και προετοίμασε την αποβίβαση του Fidel με την Granma.

Τελικά η βροχή σταμάτησε, και πήραμε τον δρόμο για το σπίτι του Rafael. Αρχίσαμε να μπαίνουμε με το αμαξάκι, σε κάτι φτωχογειτονιές, που απ’ έξω τα σπίτια δείχνουν παράγκες. Φυσικά ήμασταν το περίεργο αξιοθέατο. Τι δουλειά είχαν εκεί οι τουρίστες; Εδώ δεν έχει τίποτα να δεις!! Φτάσαμε στον Rafael, που μας περίμενε απ’ έξω. Τα σπίτια τους μέσα, δεν έχουν καμία σχέση με το έξω. Είναι πολύ περιποιημένα. Αφού μας σύστησε σε όλη την οικογένεια, που είχε μαζευτεί για να μας γνωρίσει (αδερφές, πεθερά, ανιψιές, κόρες, γειτόνισσες κλπ., γιατί όλο και κάποιος περνούσε να γνωρίσει τους ξένους), καθίσαμε στο σαλόνι. Μας κέρασαν μπύρες Bucanero και Crystal (πολύ ακριβές για τους Κουβανούς) και αρχίσαμε την κουβέντα με τον Rafael και την οικογένεια. Εμείς πήγαμε δώρο ένα μπουκάλι ρούμι, όπως συνηθίζεται, το οποίο ο Rafael, όση ώρα τρώγαμε, το ήπιε όλο. Η περιποίηση ήταν απερίγραπτη.

Μας είπε τα επαγγέλματα της οικογένειας. Ο ίδιος είναι επιπλοποιός, πιο παλιά έφτιαχνε παπούτσια και πιο παλιά ηλεκτρονικές συσκευές, πάντα σε κρατική εταιρεία. Εκεί που δουλεύει τώρα έχει περίπου 10-12 μαθητευόμενους. Οι άλλες δύο αδερφές είναι αιματολόγοι και η τρίτη είναι οδοντίατρος. Η μία κόρη του Rafael είναι οφθαλμολόγος. Ο ίδιος ο Alberto, πριν φύγει από την Κούβα δίδασκε ζωγραφική σε παιδιά. Έχει τελειώσει καλλιτεχνική σχολή, στην οποία σπούδασε ζωγραφική και μουσική (παρεμπιπτόντως, οι πίνακες του Alberto, είναι καταπληκτικοί. Τους είδαμε πριν φύγουμε για Κούβα).

Μετά ήρθε η ώρα του φαγητού, όπου συνειδητοποιήσαμε ότι θα φάμε μόνοι μας, γιατί οι ίδιοι είχαν φάει νωρίτερα, μας είπαν (;) και ετοίμασαν το τραπέζι μόνο για μας. Είχαν φτιάξει κρέας, τηγανιτές μπανάνες και μαύρο ρύζι με φασόλια, που τους είχαμε πει ότι μας αρέσει. Συνηθίζεται να σε ρωτάνε τι σου αρέσει να φας, όταν σε καλούνε κάπου. Είχαν αγοράσει και αναψυκτικά και εμφιαλωμένο νερό, μόνο για μας. Αυτά στην Κούβα κοστίζουν μια περιουσία, μπορεί και ένας μισθός. Τα χέρια μας τα πλύναμε με ένα κανατάκι νερό και σαπούνι. Δεν είχαν ρεύμα για τρεις ώρες πριν πάμε και ανησυχούσαν να προλάβουν να έχουν έτοιμο το φαγητό. Το οποίο ήταν υπέροχο, αλλά αισθανθήκαμε πολύ άσχημα με τόσες ετοιμασίες και γνωρίζοντας, πόσο ακριβά ήταν όλα αυτά για εκείνους.
Όταν ο Rafael ήρθε να κάτσει στο τραπέζι μαζί μας, μας είπε, με πολύ συγκίνηση, ότι ο Alberto του είχε τηλεφωνήσει και του είχε πει πως αυτοί που θα ‘ρθουν δεν είναι φίλοι, αλλά αδέρφια και έτσι είμαστε και ‘μείς αδέρφια του. Εν τω μεταξύ ήρθε και η μεγάλη αδερφή του Alberto. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την έκφραση του προσώπου της και το βλέμμα της νοσταλγίας, ούτε και τον τόνο της φωνής της, όταν με ρώτησε πως είναι ο Alberto. Δεν ήξερα τι να της πω, για να της αναπληρώσω το κενό της απουσίας του, που ήταν φανερό και να την κάνω να χαρεί. Τότε την ρώτησα, αν είδε τις φωτογραφίες που τους έστειλε. Μου είπε ναι, και της απάντησα «καλά δεν φαίνεται στις φωτογραφίες; Καλά είναι λοιπόν».

Ο Rafael συγκινήθηκε πολλές φορές. Μία, όταν μας έλεγε για την πεθερά του, ότι είναι η αφέντρα αυτού του σπιτιού, μία όταν μας έλεγε ότι είμαστε αδέρφια του, αφού ήμασταν τα αδέρφια του Alberto, μία όταν μας έδειχνε τους γονείς τους και μας είπε ότι όταν πέθανε η μητέρα τους, εκείνος τραγούδησε 2 τραγούδια στην κηδεία της και έκλαιγαν όλοι. Στην Κούβα δεν συνηθίζεται να τραγουδούν στις κηδείες. Και άλλη μία όταν μας σύστησε σε 2 γειτόνισσες και μας είπε ότι είναι σαν τη μάνα που δεν έχει. Ειδικά η μία, που ήταν κάτι σαν «τελετάρχης» του δικού τους ναού δηλ. της οικογένειας, αλλά και της γειτονιάς, της santería. Αυτή είναι που τον καθοδηγεί και τον βοηθάει στις αποφάσεις της ζωής του.

Μετά το φαγητό είχε γλέντι και μουσική. Η salsa στη διαπασών. Εν τω μεταξύ ο Βαγγέλης με τον Rafael πετάχτηκαν κάπου εκεί κοντά, και αγόρασαν ένα κιβώτιο μπύρες Hatuey και όλα ήταν έτοιμα για το γλέντι. Ο Rafael ξεκίνησε να με μάθει salsa. Πως βλέπετε τα ξυλάγγουρα τους σουηδούς να προσπαθούν να χορέψουν τσιφτετέλι, έτσι ήμουνα και ‘γω. Γέλαγαν όμως όλοι και χαίρονταν που προσπαθούσα να κάνω, ότι έκανε η πιτσιρίκα, η ανιψιά (κουκλί, καθηγήτρια αγγλικών, με μεράκι για τα ταξίδια και τις γλώσσες) και χειροκροτούσαν και το διασκέδαζαν. O Rafael με διαβεβαίωσε ότι με ‘κείνον δάσκαλο, θα μάθω salsa σε 3 μέρες. Μετά μπήκε στο χορό και ο Βαγγέλης με τον Γιώργο και το αποκορύφωμα ήταν όταν ο Βαγγέλης σήκωσε την Χρυσάνθη. Το γλέντι άναψε, μαζεύτηκε και η γειτονιά. Ήρθε και ένας μπόμπιρας, που τύφλα να έχουν οι επαγγελματίες χορευτές, με τις φιγούρες που έκανε. Πάνω από 10 χρονών δεν ήταν.

Όταν μπεις μέσα σ’ αυτά τα σπίτια (που πολλοί θα τα χαρακτήριζαν τρώγλες βλέποντάς τα απ’ έξω) και γνωρίσεις αυτούς τους ανθρώπους και την κουλτούρα τους, τα ξεχνάς όλα και φτώχια και δυσκολίες και όλα. Η περηφάνια που μιλούν για την χώρα τους, χωρίς να εκφράζουν κανένα παράπονο ήταν αφοπλιστική. Μας είπαν ότι αυτό που υπάρχει στην Κούβα, δεν υπάρχει στον κόσμο όλο. Είναι η μοναδική χώρα που δεν πληρώνουν για γιατρούς, σπουδές. Ακόμα και οι ξένοι μπορούν να πάνε να σπουδάσουν εκεί ότι θέλουν, να μείνουν στην χώρα όσο θέλουν, χωρίς να πληρώνουν τίποτα, εκτός εννοείται από τα έξοδα διαμονής τους. Αυτό δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο και το έλεγαν με πολύ καμάρι.

Ακόμα και γι’ αυτά που έλεγαν ότι δεν έχουν, ή ότι είναι ακριβά, δεν το έλεγαν με παράπονο. Απλώς περιέγραφαν τη ζωή τους εκεί. Ο Rafael ήξερε για τα Δεκεμβριανά, για τις φωτιές στην Ελλάδα, για την Ονδούρα. Κάθε μέρα υπάρχει πρόγραμμα στην τηλεόραση για 1 ώρα, με διεθνείς ειδήσεις και τα μαθαίνει όλα. Επίσης η ανιψιά του, μας επιβεβαίωσε για το πρόγραμμα της T.V. που μαθαίνεις ξένες γλώσσες, επιστήμες και ότι άλλο θέλεις και είναι πολύ οι Κουβανοί που το παρακολουθούν. Ο Βαγγέλης δεν είχε ρούχα και ο Rafael σκίστηκε και του έφερε 2 μπλούζες, σώβρακα και ήταν ανένδοτος, έπρεπε να τα πάρουμε. Η ανιψιά ενθουσιάστηκε τόσο, που μας έκανε δώρο βραχιόλι και σκουλαρίκια για τις γυναίκες. Η γιαγιά, όλο με φίλαγε και μου έλεγε για τις κόρες της που είναι στην Ιταλία, επειδή παίνεψα το φαγητό της και της είπα ότι έχει manos de oro ( χρυσοχέρα).

Μας πήγαν και στα διπλανά σπίτια, (το ένα ήταν της πεθεράς του, μεγαλύτερο και πιο καινούριο) και μας τα έδειξαν. Ο Rafael μας είπε ότι την επόμενη φορά που θα έρθουμε, θα μείνουμε στο σπίτι του, χωρίς να πληρώσουμε τίποτα. Θα μας φιλοξενήσει ο ίδιος.
Είχαμε και την πρώτη μας εμπειρία στην santería. Μας εξήγησαν λίγο για την θρησκεία τους. Είχαν μια γωνιά στο σπίτι, διαμορφωμένη με σκαλάκια και πάνω είχαν ομοιώματα όλων των αγίων. Από ινδιάνους, τοτέμ, μέχρι την καθολική Παναγία και μαύρους σαν «βουντού». Διάλεγες όποιον άγιο σου ταίριαζε καλύτερα και τον είχες προστάτη σου. Ο Rafael άρχισε να παίζει tubadora conga (δηλ. τύμπανα μεγάλα), και η γειτόνισσα που εκτελούσε τα τελετουργικά καθήκοντά της, μας έκανε κάτι σαν ξεμάτιασμα, στον καθένα ξεχωριστά. Όταν έφτασε στον Βαγγέλη, την έπιασε κάτι παραπάνω, είπε περισσότερα λόγια και στο τέλος έκανε κάτι σαν μικρούς σπασμούς. Όλοι ανησύχησαν και άρχισε να τους λέει, ότι είδε προβλήματα στον δρόμο του και πολλά μάτια να τον παρακολουθούν. Ο Rafael ανησύχησε στ’ αλήθεια και μας είπε την άλλη φορά, να φέρει κάτι δικό του, για να το διαβάσουν και να το έχει πάντα μαζί του να τον προστατεύει.. Στο τέλος έπρεπε να ρίξουμε όλοι από ένα κέρμα μέσα σε μια μικρή λεκάνη με νερό και εγώ που δεν είχα κέρμα, αλλά χαρτονόμισμα, έπρεπε να το βάλω κάτω από ένα άγιο, όποιον ήθελα εγώ και θα ήταν ο προστάτης μου. Στην γειτόνισσα έκανε εντύπωση που διάλεξα τον Indio (ινδιάνος). Εκεί ολοκληρώθηκε η τελετή.

Είδαμε και τα έπιπλα που κατασκευάζει ο Rafael, ο οποίος μας ρωτούσε συνεχώς, πως μας φαίνεται η οικογένειά του και πως αισθανόμαστε στο σπίτι του. Η δυσκολία της γλώσσας δεν μας βοηθούσε να εκφράσουμε αυτό που νοιώθαμε. Στο τέλος, αφού βγάλαμε φωτογραφίες με όλη την οικογένεια για να τις πάμε στον Alberto, χαιρετηθήκαμε. Αναγκαστικά δηλαδή, γιατί ο Rafael, αν δεν είχαμε να πάμε να πληρώσουμε το δωμάτιο, δεν θα μας άφηνε να φύγουμε. Αφήσαμε άλλο ένα μπουκάλι ρούμι φεύγοντας, το λιγότερο που μπορούσαμε, ύστερα απ’ όλα αυτά που έκαναν για μας και μας πήγε να βρούμε ταξί.
Στον δρόμο μας σταμάτησε, πολύ περήφανος να μας δείξει το σπίτι ενός Ολυμπιονίκη της ελληνορωμαϊκής πάλης, που μένει στη γειτονιά. Μας πήγε μέσα και μας έδειξε ένα δωμάτιο γεμάτο χρυσά μετάλλια και τρόπαια. Ήταν και στους Ολυμπιακούς του 2004, στην Αθήνα. Τώρα προπονεί μικρά παιδιά.

Ήταν η πιο καταπληκτική μέρα στην Κούβα. Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψω αυτή την οικογένεια. Αισθάνθηκα ότι ρούφηξα όλη την Κούβα, την πραγματική Κούβα, μέσα σε 6 ώρες. Καταϋποχρεωθήκαμε, αλλά κάναμε και τους καλύτερους φίλους. Δηλ. τι φίλους, αισθανόμαστε λες και αφήσαμε πίσω οικογένεια, συγγενείς. Σίγουρα αυτή η σχέση δεν θα τελειώσει εδώ. Η ζεστασιά αυτών των ανθρώπων σε καθηλώνει. Άλλωστε πρέπει να γυρίσουμε για να ξεματιαστεί και ο Βαγγέλης!!
…………
Αφού περιμέναμε πολύ ώρα και ταξί δεν βρίσκαμε, γυρίσαμε με το γνωστό μεταφορικό μέσο, το ποδήλατο. Το παλικάρι, μας είπε ότι δουλεύει μόνο ποδήλατο και πάνω κάτω τα βγάζει πέρα. Είχε ένα παιδί και τελείωσε τις σπουδές του, μηχανικός, αλλά η δουλειά που του πρόσφερε το κράτος δεν του άρεσε και δεν είχε και καλά λεφτά και έτσι δουλεύει με τους τουρίστες. Το κουπόνι για τα τρόφιμα το παίρνουν όλοι, ανεξάρτητα αν δουλεύουν για το κράτος ή ατομικά. Αλλά τα τρόφιμα αυτά δεν φτάνουν. Το Santiago επίσης, έχει πάρα πολλά εργοστάσια. Ο μισθός είναι περίπου 200-250 εθνικά πέσος και η κούτα το γάλα που χρειάζεται το μήνα για το παιδί κάνει 50 πέσος.
Γυρίζοντας στο σπίτι και ενώ ετοιμαστήκαμε να βγούμε, έπιασε τέτοια μπόρα που τελικά κάτσαμε μέσα.
Άλλωστε τι άλλο να δεις, ύστερα από μια τέτοια μέρα, την τελευταία μας στο Santiago.