Μέρα επιστροφής σήμερα και τα ψέματα τελείωσαν. Το βράδυ πετάμε για Παρίσι και την άλλη μέρα το μεσημέρι για Αθήνα. Πρωί-πρωί φτιάξαμε τις βαλίτσες και τακτοποιήσαμε τα πράγματα για τις δουλειές, που είχαμε να κάνουμε. Οι γυναίκες ξεχωρίσαμε σαπούνια, σαμπουάν, κάποιες κρέμες και καλλυντικά χωριστά και τα φάρμακα που είχαμε μαζί μας χωριστά. Κι αυτό γιατί είχαμε να κάνουμε παραδόσεις. Ξεκινήσαμε πρώτα για κείνη την οικογένεια που είχαμε γνωρίσει προχτές το βράδυ, στο δρόμο με το μωρό. Φτάσαμε στο σπίτι γύρω στις 10.00 και τους ξυπνήσαμε, γιατί όλο το βράδυ ήταν άυπνοι. Το μωρό βλέπεις έβγαζε δόντια. Τους αφήσαμε τα σαπούνια και τα καλλυντικά. Αμέσως θέλησαν να μας βάλουν στο σπίτι και να μας περιποιηθούν, αλλά έπρεπε να φύγουμε. Αποχαιρετιστήκαμε. Μας ευχήθηκαν καλό ταξίδι και καλή τύχη στην Ελλάδα.
Μετά αρχίσαμε να ψάχνουμε για το κοντινότερο νοσοκομείο ή πολυκλινική, για να δώσουμε τα φάρμακα. Αφού ρωτήσαμε αρκετούς και κάναμε και αρκετούς κύκλους, καταλήξαμε σ’ ένα μπατσάκο για πληροφορίες. Μας ρώτησε τι το θέλουμε το νοσοκομείο, μήπως θέλουμε ν’ αγοράσουμε φάρμακα; Τότε του εξηγήσαμε ότι θέλουμε να δώσουμε φάρμακα και όχι να πάρουμε. Χαμογέλασε και μας εξήγησε όσο πιο απλά μπορούσε που είναι το νοσοκομείο και καταλάβαμε ότι ήταν πολύ κοντά στο σημείο που μέναμε. Έτσι ξαναγυρίσαμε πίσω. Φτάνοντας, βρήκαμε κάποια νοσοκόμα και της εξηγήσαμε τι θέλαμε. Μας πήρε αμέσως και μας πήγε σ’ ένα δωμάτιο των εξωτερικών ιατρείων, πήρε χαρτί και μολύβι και άρχισε να μας ρωτάει και να γράφει τι κάνει το κάθε φάρμακο. Δεν έδειξε καθόλου έκπληξη για την ενέργειά μας. Μάλλον κι άλλοι τουρίστες το κάνουν αυτό. Μετά από λίγο ήρθε και μια άλλη, μάλλον η υπεύθυνη για το φαρμακευτικό υλικό και της εξήγησε τι φάρμακα αφήσαμε και της τα παρέδωσε. Η ίδια πήρε το ιώδιο και το οξυζενέ και μας είπε ότι αυτά είναι δικά της, γιατί αυτή ασχολείται με τα τραύματα.
Φεύγοντας, αφού μας ευχαρίστησαν, η υπεύθυνη για τα φάρμακα μας ρώτησε από ποια χώρα είμαστε, πόσο καιρό μείναμε στην Κούβα και τι γνώμη είχαμε για την χώρα της, αν μας άρεσε και αν θα ξαναπάμε. Αποχαιρετιστήκαμε και με αυτές.
Η υπόλοιπη μέρα πέρασε σ’ εκείνη την ωραία κινέζικη καφετέρια με τις παγόδες και τον κήπο με τα τεράστια δέντρα, όπου κάτσαμε πάνω από 4 ώρες. Ήπιαμε τους χυμούς μας, τσιμπήσαμε κάτι και τσιρτσιριζόμασταν, γιατί την προηγούμενη είχαμε μάθει για τις φωτιές στην Αττική και προσγειωθήκαμε αρκετά ανώμαλα, για το τι θα βρούμε, σαν γυρίσουμε πίσω.
…………………
Φτάσαμε στο αεροδρόμιο της Αβάνας. Αντικρίζουμε εκείνο τον υπέροχο χώρο αναμονής, με τις σημαίες όλων των χωρών κρεμασμένες από την οροφή. Είναι το πιο πρωτότυπο αεροδρόμιο που έχω δει μέχρι τώρα. Χωρίς να έχει τίποτα το τρομερά θεαματικό, εκείνες οι σημαίες δίνουν μια ζεστασιά στο χώρο και ένα τελευταίο αντίο από την Κούβα, με διεθνιστικό χαρακτήρα θα έλεγα.
Μπήκαμε στο αεροπλάνο και ξεκινήσαμε. Μόλις ανεβήκαμε λίγο πιο ψηλά, βλέπουμε από κάτω, όλη την Αβάνα φωτισμένη. Με τα φωτάκια, κατά μήκος της Malecon να ξεχωρίζουν, αισθανόμαστε να μας αποχαιρετά φωταγωγημένη για τελευταία φορά.
Το ταξίδι μας πήρε τέλος. Με ανάμικτα συναισθήματα λύπης, χαράς, με τις εντυπώσεις 22 ημερών συναναστροφής με τους Κουβανούς και τις σχέσεις που αναπτύξαμε μαζί τους, με άλλους περισσότερο, με άλλους λιγότερο. Αυτή τη φορά αισθανόμαστε ότι αφήνουμε πίσω φίλους και γνωστούς.
Δεν ξέρω τι είναι αυτό που έχει αυτή η χώρα και «αιχμαλωτίζει» τον καθένα που την επισκέπτεται. Ένα είναι σίγουρο. Η σχέση με αυτή τη χώρα δεν τελειώνει εδώ. Σίγουρα θα ξαναγυρίσουμε κάποτε. Άλλωστε τώρα αποκτήσαμε και συγγενείς εδώ. Το έχουμε υποσχεθεί στον Rafael, στην Señora Matilda, στον Señor Carlos, στον ..................,τον αντάρτη του Τσε, στην Señora Maria. Μα πάνω απ’ όλα το υποσχεθήκαμε στον εαυτό μας. Και οι υποσχέσεις που δίνονται, πρέπει πάντα να κρατιούνται.