2 Αυγούστου 2009

La Habana 20/08/2009 Πέμπτη


Σήμερα είπαμε να μην φάμε στο σπίτι το μεσημέρι και να φάμε στην Saragosana, ένα Ισπανικό εστιατόριο δίπλα στο El Floridita, το ονομαστό μπαρ, όπου έπινε ο Έρνεστ Χεμινγουέι τα ντάκιρι του. Είχαμε ξαναφάει εκεί πρόπερσι, μια ονειρεμένη paella. Έτσι μετά το πρωινό, ξεκινήσαμε πάλι για το κέντρο. Επειδή ήθελε ο Γιώργος ν’ αλλάξει λεφτά, πήγαμε στο Parque Central που είχε cadeca. Ενώ περιμέναμε, έρχεται μια γιαγιά, μ’ ένα πούρο στο στόμα, αγκαλιάζει τον Βαγγέλη και μου λέει τράβα φωτογραφία. Μετά αγκάλιασε εμένα και κάναμε το ίδιο. Και φυσικά, μετά περίμενε την ανταμοιβή. Έτσι βγάζει ο Βαγγέλης μια μπλούζα που είχε στην τσάντα και της την έδωσε. Σας πληροφορώ, την άνοιξε και την κοίταξε πριν την πάρει αν είναι καλή!!

Τελικά βγαίνοντας, ο Βαγγέλης θυμήθηκε ότι κάτι είχε ξεχάσει στο σπίτι και έτσι τον περιμέναμε στην πλατεία. Εκεί μας έπιασε την κουβέντα ο κηπουρός του πάρκου, δημοτικός υπάλληλος, μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος. Μας ρώτησε από πού είμαστε, του έκανε εντύπωση ότι διαβάζαμε Granma και έβγαλε και μας έκανε δώρο 3 νομίσματα εθνικού πέσος με τον Che επάνω. Μας είπε ότι κάνει συλλογή νομίσματα ευρώ και έτσι μαζέψαμε ότι ψιλό είχαμε και του το δώσαμε. Ήταν ευγενέστατος. Έτσι όταν ήρθε ο Βαγγέλης του κάναμε και μείς δώρο από την Ελλάδα για κείνον. Μια μπλούζα. Και τότε έβγαλε και άλλο νόμισμα με τον Che, γιατί θεώρησε ότι έπρεπε ν’ ανταποδώσει. Έτσι είναι όλα στην Κούβα, ανταποδοτικά.


Τα βήματά μας, μας οδήγησαν στην Habana Vieja και στο παζάρι. Κάναμε τα τελευταία μας ψώνια. Ομολογώ, ότι είχαμε αρχίσει ήδη να μετράμε τα λεφτά μας, για να μας βγάλουν μέχρι και την επιστροφή στην Ελλάδα. Αφού ήταν μέσα στα σχέδια μας να κάνουμε και μια μονοήμερη εκδρομή στο Matanzas, αλλά γρήγορα το εγκαταλείψαμε, λόγω κόστους. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη και καταλήξαμε σε μια καφετέρια κινέζικη, σαν παγόδα, μέσα στο πράσινο, ανοιχτή από πάνω με κήπο και τεράστια δέντρα. Αποφασίσαμε ότι την τελευταία μέρα, θα την περάσουμε εδώ, αντί να γυρνάμε γύρω-γύρω.
…………………
Το απόγευμα αποφασίσαμε να πιούμε καφέ στο Hotel Inglatera. Μόνο εκεί θα βρίσκαμε καφέ τέτοια ώρα. Έτσι θυμηθήκαμε λίγο την πρώτη μας φορά στην Αβάνα, αφού τότε μέναμε εκεί. Οι security στην πόρτα ήταν σχεδόν οι ίδιοι, όπως και ο ένας σερβιτόρος.
Καταλήξαμε ξανά στο Monserate, μετά από πολλές γύρες. Αυτή τη φορά, μας χρέωσαν το ποτό μισό πέσος παραπάνω και δώσαμε και 3 πέσος για το σέρβις, μας είπαν. Φαίνεται ότι αυτή η βάρδια εργαζομένων ήταν πιο ακριβή από την χτεσινή. Το συγκρότημα βέβαια, ήταν για άλλη μια φορά πολύ καλό.


Γυρνώντας σπίτι πιάσαμε κουβέντα με μια οικογένεια από τις πολλές που τα βράδια, σε κάθε γειτονιά κάθονται έξω από το σπίτι τους. Τα παιδιά παίζουν στον δρόμο μέχρι τις 12.00 με 1.00, είτε κουτσό, είτε βόλους, είτε μπέιζμπολ με ξύλα αντί για ρόπαλα και με αυτοσχέδιες μπάλες. Αν θέλεις είναι πανεύκολο να μιλήσεις με τον κόσμο. Είναι όλοι πολύ δεκτικοί και πρόθυμοι αμέσως να σε καλέσουν σπίτι τους, αρκεί να μην κρατάς αποστάσεις. Ο αδερφός της κοπέλας σπούδαζε αγγλική φιλολογία. Η ίδια είχε ένα μωρό κουκλί. Μας είπε ότι στην Κούβα έχουν κομμουνισμό και ότι ο κομμουνισμός είναι πολύ καλός για τα σχολεία και την υγεία και σου δίνει πολλές ευκαιρίες να σπουδάσεις και να γίνεις ότι θέλεις, όμως δεν μπορούν να κάνουν άλλα πράγματα, όπως να ταξιδέψουν σε άλλες πόλεις, λόγω χρημάτων, να πάνε σε άλλες χώρες, το σαπούνι και τα ρούχα είναι μεγάλο πρόβλημα, αλλά θα δούμε, πιστεύουμε ότι θ’ αλλάξουν τα πράγματα. Ανταλλάξαμε διευθύνσεις και βγάλαμε και φωτογραφίες. Αυτή η επαφή με τον κόσμο είναι πάντα το κάτι άλλο σ’ αυτήν την χώρα. Έτσι βλέπεις είναι οι Κουβανοί.