5 Αυγούστου 2009

Santa Clara 17/08/2009 Δευτέρα


Το πρωί σηκωθήκαμε να πάμε στα Viazul για να κλείσουμε τα εισιτήρια μας για την Αβάνα. Μπήκαμε σε λίστα αναμονής. Για να δούμε τι θα γίνει. Το λεωφορείο βλέπεις αυτό έρχεται από το Santiago. Φυσιολογικά, μάλλον θα μπούμε, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Έξω από τον σταθμό ο Βαγγέλης έχει ήδη κάνει κονέ μ’ έναν αμαξά με αλογάκι, για μια βόλτα στην πόλη και με περιμένουν μπας και καταλάβω καλύτερα, που ακριβώς λέει πως θα μας πάει και φυσικά πόσα θέλει.
Αφού γίνονται οι διαπραγματεύσεις, ξεκινάμε. Μας πάει πρώτα στο μαυσωλείο του Che, όπου σήμερα είναι κλειστό, γιατί είναι Δευτέρα. Μόνο τον έξω χώρο θα δούμε, αλλά εμάς δεν μας νοιάζει, γιατί μέσα το είχαμε δει πρόπερσι, όμως θέλουμε να ξαναπάμε οπωσδήποτε.




Το άγαλμα δεσπόζει σ’ όλη την πλατεία. Είναι άλλωστε και το πρώτο που βλέπεις και με το λεωφορείο όταν μπαίνεις στην πόλη. Και επειδή τώρα έχουμε και μια καλύτερη επαφή με την γλώσσα, δίνω σημασία στην τεράστια μαρμάρινη στήλη που είναι δίπλα στο άγαλμα και γράφει ένα κατεβατό από πάνω μέχρι κάτω. Από τις πρώτες κιόλας σειρές καταλαβαίνω ότι είναι το γράμμα που άφησε ο Che στον Fidel, πριν φύγει για την Βολιβία. Είναι αυτό το γράμμα που διάβασε ο Fidel στην πλατεία της επανάστασης, στην Αβάνα στην συγκέντρωση, που υπάρχει και το σχετικό ντοκουμέντο. Διαβάζοντας το όμως εκεί, σ’ αυτό τον χώρο, δίπλα στο μαυσωλείο και το μνημείο και περισσότερο αυτά που λέει και που είναι αδύνατο να μεταφέρω εδώ…… Φτάνει δεν θα πω άλλα, γιατί ούτε μεταφέρεται το συναίσθημα, ούτε και θέλω να το μεταφέρω. Αυτό είναι για μένα.
Αυτό που είχαμε διαπιστώσει και την πρώτη φορά που ήρθαμε στο μνημείο είναι ότι δεν βλέπεις σ’ αυτό τίποτα, που να δείχνει μεγαλοιδεατισμό. Το διαπιστώνεις, κατ’ αρχήν από το άγαλμα, που απεικονίζει τον Che με σπασμένο χέρι, στον γύψο. Έχει μια λιτή μεγαλοπρέπεια, χωρίς τίποτα το φανφαρόνικο. Όλα δείχνουν, ότι δεν τιμούν τον ήρωα, την άπιαστη εκείνη μορφή της ιστορίας, που έχουμε συνηθίσει όλοι να έχουμε, όταν πρόκειται για ιστορικά πρόσωπα, είτε τα θαυμάζουμε, είτε όχι. Εκείνοι τιμούν τον επαναστάτη, που όμως ήταν ο δικός τους άνθρωπος, σαν εκείνους και όχι «υπεράνθρωπος». Γιατί τον έζησαν, ήταν δίπλα τους, δεν ήταν κάτι ιδεατό, ήταν ο άνθρωπος που πολέμησαν μαζί του, που του είχαν μιλήσει, που του είχαν σφίξει το χέρι, που τον ζούσαν την κάθε στιγμή της ζωής του. Ακόμα και ο χώρος που φυλάσσονται τα οστά του, αλλά και όσων πολέμησαν μαζί του είναι σαν να επισκέπτεσαι τον τάφο του. Και στο κέντρο δεσπόζει η φλόγα που δεν σβήνει ποτέ, όπως και η θύμηση του….
………….

Συνεχίζοντας, μας πήγε σ’ ένα μνημείο πάλι του Che, πάνω σ’ ένα λόφο. Eδω ο Che περικύκλωσε τους άντρες του Batista και παραδόθηκαν όλοι, περίπου 1.500. Ο καροτσέρης που μας ξεναγεί σ’ όλα αυτά και που μιλάει με πολύ περηφάνια για την πόλη του και γι’ αυτά που μας δείχνει και όχι μόνο για τον Che, μας λέει ότι αυτό, είναι ένα από τα μνημεία που του αρέσει περισσότερο. Εδώ δόθηκε η πρώτη αποφασιστική μάχη, που καθόρισε και την νίκη της επανάστασης. Ο Che ήρθε από την δύση και ο Camilo από τον νότο και ο ένας απελευθέρωσε την μια μεριά της πόλης και ο άλλος την άλλη. Η πόλη του είναι η τρίτη πιο σημαντική πόλη της Κούβας. Έχει 3 πανεπιστήμια και 5 μεγάλα νοσοκομεία. Όλη η επαρχία της Villa Clara έχει περίπου 2.000.000 άτομα.
Πράγματι, πάνω από εκείνο τον λόφο έβλεπες όλη την πόλη από κάτω. Υπήρχαν ακόμα, τα χαρακώματα που είχαν φτιάξει οι άντρες του Batista.


Μετά μας πήγε εκεί όπου ο Che με 18 άντρες αιχμαλώτισε το τρένο που έστελνε ο Batista με βαρύ οπλισμό και είχε 18 βαγόνια και 500 άντρες. Ο τελικός θρίαμβος της επανάστασης ήταν την 1η Ιανουαρίου του 1959. Η μάχη της Santa Clara κράτησε μόνο 90 λεπτά.
Πήγαμε και στο εργοστάσιο του tobaco. Αν δεν ήταν αυτός, ούτε τα μισά δεν θα είχαμε δει. Αξιοπρεπής, περήφανος και επαγγελματίας. Τον ευχαριστήσαμε και μας άφησε στην πλατεία. Ίσα που προλάβαμε την μπόρα και καθίσαμε σε μια καφετέρια κοντά στο σπίτι, να πιούμε αναψυκτικό και να γλυτώσουμε και την επόμενη βροχή που ετοιμάζεται. Λίγο πριν φύγουμε, εμφανίζεται στον δρόμο ένας μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος, που με στεντόρεια φωνή αρχίζει να διαλαλεί ένα εμπόρευμα. Βλέπουμε οτι ανοίγει ένα κουτί και δίνει κάτι σαν μικρή πλάκα, σ’ όσους αγοράζουν. Δεν καταλαβαίνουμε τι λέει, το μόνο που πιάνουμε είναι το τέλος της φράσης του, para los niños (για τα παιδιά). Ο Βαγγέλης σκάει από την περιέργεια και πάει ν’ αγοράσει, για να δει τι είναι.

Το φέρνει στο τραπέζι. Είναι ένα πράγμα τετράγωνο, σκληρό, καφέ, που σχεδόν δεν μυρίζει τίποτα. Αρχίζουμε να γελάμε, ότι μάλλον αγόρασε σαπούνι και περιμένουμε να δούμε, αν οι άλλοι που αγοράζουν το τρώνε. Τελικά τρώγεται, είναι καραμέλα.
Εκεί που γελάμε, ξαναπιάνει η βροχή και ο άνθρωπος που τα πουλάει, έρχεται κάτω από το υπόστεγο, για να μην βραχεί. Γυρίζει ξαφνικά και μας ρωτάει από πού είμαστε. Του λέμε από την Ελλάδα και μας λέει εγώ ήμουνα αντάρτης στα βουνά με τον Che. Κοιτάμε σαν χαζοί και ξαναλέει πολέμησα και στην Αγκόλα μαζί του. Ήμουνα και με τον Camilo. Και εκεί που δεν ξέρουμε αν πρέπει να τον πιστέψουμε, συγκινείται, γυρίζει από την άλλη, τα μάτια του βουρκώνουν, τα χέρια του τρέμουν και εμείς το βουλώνουμε και σοβαρεύουμε. Ο Βαγγέλης τον σκουντάει, σηκώνει το μανίκι και του δείχνει το τατουάζ του Che. Συγκινείται ακόμη περισσότερο και του λέμε να καθίσει. Τον κερνάμε cola, γιατί δεν πίνει αλκοόλ και μας λέει την ιστορία του ήταν 25 μήνες με τον Che και ένα χρόνο με τον Camilo, αντάρτης στα βουνά. Με τον Camilo έπαιζε μπραντ ντε φερ. Με τον Che πήγε στην Αγκόλα, στο Κονγκό.

Μας δείχνει τις σφαίρες που έχει στο πόδι και το δάχτυλο που του λείπει κομμάτι, από τον δείκτη. Τώρα πουλάει αυτό το γλυκό και ότι βγάζει, πηγαίνει στα νοσοκομεία και το δωρίζει στα παιδιά, τα ίδια, όχι σε οργανώσεις διευκρινίζει. Έχει κάνει δωρεές για τα παιδιά σ’ όλο τον κόσμο. Τώρα είναι εδώ ένα Ολλανδικό γκρουπ και θα γυρίσει ντοκιμαντέρ με τον ίδιο. Έχει γυρίσει άπειρα ντοκιμαντέρ, για πολλές χώρες και ταινίες Κουβανικές. Τις έχει όλες. Τραγουδούσε σε 3 γκρουπ, έχει και cd δικά του, ότι πουλάει τα δωρίζει στα παιδιά, γιατί ο ίδιος δεν έχει. Μένει μόνος του. Βγάζει από την τσέπη του τα κλειδιά του, όπου έχει ένα μπρελόκ με το Che επάνω και το δωρίζει στην Χρυσάνθη, γιατί του θυμίζει κάποια που είχε γνωρίσει την εποχή που ήταν μαζί του.
Τον ρωτώ αν η επανάσταση είναι ακόμα ζωντανή. Διορθώνει ευγενικά τα Ισπανικά μου και μου απαντάει πως είναι πολύ άσχημα τα πράγματα στην οικονομία. Πως οι μισθοί είναι ίσα για να τρως. Πως οικονομία, είμαστε εμείς οι τουρίστες. Πως υπάρχουν εργάτες, αλλά όχι σε εργοστάσια. Οι μισθοί εκεί δεν φτάνουν. Πως την οικονομία την συντηρούν αυτοί οι Κουβανοί, που ζουν στην Αμερική και που έρχονται με τις καδένες στους λαιμούς και στέλνουν λεφτά στις οικογένειες τους και συντηρούνται. Πως κάποτε στην επανάσταση δούλευαν όλοι. Τώρα όχι.
Μας καλεί το βράδυ σ’ ένα κέντρο το La Marquesina, όπου θα έχει μια μπάντα που τους ξέρει, και θα φέρει και cd του, για να μας δωρίσει. Σηκώνεται και μας χαιρετά δια χειραψίας και με τα 2 χέρια όλους και μας λέει το όνομά του: …………… και πως μας περιμένει το βράδυ 9.00 με 9.30 και φεύγει.
…………

Το βράδυ, αφού φάγαμε στον Señor Rodrigo, ξεκινήσαμε να πάμε στο La Marquesina, το μπαρ που μας κάλεσε ο παππούς το μεσημέρι, δίπλα στο Teatro de la Caridad. Δεν είμαι σίγουρη ότι θα τον βρούμε. Όμως είναι εκεί ήδη και μας περιμένει, πίνοντας την cola του.
Χαιρετιόμαστε, καθόμαστε. Όσοι τον χαιρετούν δείχνουν να τον σέβονται πραγματικά. Το μπαρ είναι μικρό, η ορχήστρα είναι πολύ καλή, αλλά δεν την βλέπουμε, γιατί καθόμαστε έξω. Μας λέει ότι με τον ψηλό, τον κιθαρίστα, negrito, έπαιζαν μαζί σε ορχήστρα, για τον τραγουδιστή, έναν negrito, ψηλό 2 μέτρα ότι είναι χρυσό παιδί. Κάποια στιγμή ρωτάει τους άντρες αν τους αρέσουν τα πούρα και μας λέει κρατήστε την καρέκλα και φεύγει. Σε 20 λεπτά ξαναεμφανίζεται και φέρνει μαζί του όλους του, τους θησαυρούς. Καταρχήν φέρνει 2 μεγάλα πούρα και τα δωρίζει στον Γιώργο και τον Βαγγέλη. Ένα cd για μας τις γυναίκες με 25 τραγούδια, όπου τα 5 είναι δικά του λέει. Υποθέτω εννοεί τις διασκευές και μας το δωρίζει επίσης. Και βγάζει και ένα μάτσο φωτογραφίες και αρχίζει να μας εξηγεί.

Η πρώτη που μας δείχνει είναι ο ίδιος αντάρτης, νέος. Μετά μας δείχνει κάποιες άλλες από την Ιταλία, που είχε πάει και έχει κάποιους φίλους εκεί. Μετά, από το καρναβάλι, όπου έχει φωτογραφηθεί μαζί με φίλους του, κρατώντας την Κουβανική σημαία. Ύστερα, μία που είναι ο ίδιος και κρατάει την φωτογραφία του που ήταν αντάρτης. Μια άλλη, μπροστά στο μνημείο του Che, όπου πάνω στο μαρμάρινο γλυπτό που περιέχει σμιλεμένες εικόνες από την πορεία του Che και των barbudos του στο βουνό, μας δείχνει το σημείο που έχουν φιλοτεχνήσει τον ίδιο. Ύστερα μία φωτογραφία του Che που είναι καθιστός, στο πάτωμα και ξεκουράζεται και δίπλα του στέκει όρθιος κάποιος, με την πλάτη γυρισμένη στον φακό, και μας λέει αυτός είμαι εγώ. Και η τελευταία ενός φίλου του, νέου, αντάρτη που πολέμησε με τον Che στην Βολιβία και σκοτώθηκε. Ένα πραγματικά όμορφο παλικάρι.
Σειρά έχει μετά ένα βιβλίο, που διδάσκεται στις μουσικές σχολές και μας δείχνει μέσα φωτογραφίες του, και τα σημεία που αναφέρονται σε εκείνον. Μας λέει ότι στα σχολεία υπάρχει άλλο βιβλίο, που αναφέρεται σ’ αυτόν.
Μας δείχνει τον δρόμο μπροστά μας, στην δεξιά μεριά της πλατείας και μας λέει ότι αυτόν τον δρόμο τον έχει περάσει όλον με το πολυβόλο. Και πιο πάνω το ξενοδοχείο, το Santa Clara Libre, όπου στον 2ο όροφο, ο ίδιος με το πολυβόλο πολεμούσε τους άντρες του Batista, που ήταν οχυρωμένοι στο απέναντι κτίριο. Α! Είχε και μια φωτογραφία του στο Μουσείο του τρένου, που ήταν ό ίδιος δίπλα στο πολυβόλο του, που τώρα εκτίθεται εκεί.

Περνάει κάποιος που έχει ένα τατουάζ με τον Che στο μπράτσο και ο Βαγγέλης του τον δείχνει και μας λέει, όχι αυτός το έχει για τους τουρίστες. Μας δείχνει στο διπλανό τραπέζι μια παρέα νεαρών που τους ονομάζει negritos και μας λέει να προσέχουμε, γιατί αυτοί είναι κλεφτρόνια. Ο ίδιος, ότι έχει το πηγαίνει στο ογκολογικό νοσοκομείο και το δωρίζει στα παιδιά εκεί. Μας τονίζει πάλι directamente a los niños (κατευθείαν στα παιδιά). Εκείνη την ώρα περνάει ένα κοριτσάκι και βγάζει από την τσέπη του καραμέλες και του της βάζει στις χούφτες.
Ξαφνικά πιάνει βροχή και μας τραβάει να πάμε μέσα στο μαγαζί. Τα γκαρσόνια σκίζονται να μας φέρουν μέσα το τραπέζι και τις καρέκλες για να κάτσουμε και η ορχήστρα τον χαιρετάει και του κάνουν νοήματα, σαν σε κάποιον που γνωρίζουν καλά. Τους λέει ότι είμαστε Έλληνες και μας χαιρετούν όλοι με χαμόγελα.
Η συζήτησή μας είναι ανάκατη. Μόλις παραγγέλνει τραγούδι, φροντίζουν να το παίξουν και το ευχαριστιέται πολύ. Το μαγαζί εντωμεταξύ γεμίζει κόσμο, λόγω της βροχής. Έξω από το παράθυρο είναι ένας άλλος παππούς, που χορεύει ακατάπαυστα, με φιγούρες σε κάθε ρυθμό. Μας λέει ότι έχει γεμίσει η χώρα με jineteros, ότι υπάρχουν περίπου 500.000, αν το καταλάβαμε καλά. Εδώ το εθνικό πέσος δεν πιάνει μία. Θα μου άρεσε, να μην στηρίζεται η χώρα μου στον Τσάβες. Να μπορούσε μόνη της να συνεχίσει. Εμένα, μου αρέσει η ισότητα για όλο τον κόσμο. Και στον Che άρεσε. Εσύ μπορείς να έρχεσαι στην χώρα μου, θέλω και γω να μπορώ να έρθω στην δική σου. Ξαφνικά μας δείχνει έναν που χορεύει γύρω στα 65-70 και μου λέει τον βλέπεις αυτόν; Αυτός πολέμησε αντάρτης στα βουνά, μαζί μας. Τώρα έχει 2 casas particulares και μια κόρη jinetera. Κάθε που τον βλέπει, του γυρίζουν τ’ άντερα. Εμένα δεν μ’ ενδιαφέρει να έχω μία. Αλλά αυτό δεν είναι σωστό. Υπάρχουν γυναίκες prostitutas που πληρώνονται για να πάνε με τουρίστες. Βλέπεις παντού μεγάλους με chicas,chicas.
Μας ρωτάει αν έχουμε παιδιά και όταν του λέω όχι, μας εύχεται όταν θα μας ξαναδεί να έχουμε έναν varon και μια hija (ένα γιο και μια κόρη).
Κάποια στιγμή του λέει ο Βαγγέλης, ότι παρόλα αυτά η Κούβα είναι ακόμα η μοναδική χώρα που μιλάει για επανάσταση και τότε μου λέει εγώ είμαι chesista, camilista και revolucionario. Δεν μου αρέσουν τα μανιφέστα, γιατί τα μανιφέστα πάντοτε πεθαίνουν. Πες του το.

Το νεύρο και το καθαρό βλέμμα αυτού του ανθρώπου, όσο και να το περιγράψω δεν μεταφέρονται. Είναι 78 χρονών και μου δείχνει τον κιθαρίστα. Είναι 81 μας λέει και σαν αυτόν δεν υπάρχει άλλος. Καθαρός άνθρωπος, ταγμένος στην μουσική του. Μου δείχνει τον άλλον παππού, όπου είναι σαν να έχει βγει από τα παζάρια των σκλάβων. Το χαμόγελο μόνιμα ζωγραφισμένο. Έρχεται από πολύ μακριά κάθε μέρα για να παίξει μουσική. Έχει κάνει εγχείρηση, πράγματι κούτσαινε, αλλά το νεύρο και το ταπεραμέντο του πάνω στο τραγούδι δεν υπάρχει. Μας χαιρέτησε δια χειραψίας 3 φορές όλους.
Μας ρωτάει και για την χώρα μας, πως είναι τα πράγματα, για το τι δουλειά κάνουμε. Μας μετράει νοιώθω με την κάθε του ερώτηση. Του ζητάω την διεύθυνσή του για να του στείλουμε μολύβια για τα παιδιά. Βγάζουμε φωτογραφίες, μας αγκαλιάζει έναν, έναν ξεχωριστά και μας ζητάει να του στείλουμε τις φωτογραφίες, όταν του γράψουμε. Φεύγουμε.
Το ανάστημα, η υπερηφάνεια, το βλέμμα του. Γυρίζω στο δωμάτιο και έχω υπερένταση. Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Ο τρόπος που μιλούσε, το ότι τον γνωρίσαμε, δεν φεύγουν από το μυαλό μου. Προσπαθώ να θυμηθώ λέξη προς λέξη όλα όσα μας είπε, για να μην ξεχάσω τίποτα. Μα είναι αδύνατον, γιατί μπλέκεται στη μέση και το συναίσθημα και μπουρδουκλώνει τα λόγια και την σκέψη. Και μόνο ότι γνωρίσαμε αυτόν τον άνθρωπο άξιζε όλο το ταξίδι.
Να τον ψάχναμε, δεν θα τον βρίσκαμε. Κι όμως τον συναντήσαμε ξαφνικά, στην μέση του δρόμου, να πουλάει γλυκάκια για τα παιδιά και να ξανακάνει το καθήκον του προς την επανάσταση, με τον τρόπο που αυτός νομίζει, σ’ αυτές τις συνθήκες, της σημερινής Κούβας, παραμένοντας διεθνιστής και πιστός στρατιώτης στα ιδανικά που γι’ αυτά κάποτε πολέμησε στο πλευρό του μεγαλύτερου επαναστάτη όλων των εποχών του Ernesto Che Guevara de la Serna και πιστός στα λόγια του Fidel “Quieremos sean como el Che” (θέλουμε να γίνουμε σαν τον Che).